Οι συμβασιούχοι εμπαίζονται από τους πολιτικούς. Αλλά και οι ίδιοι εμπαίζουν όλους εμάς τους υπόλοιπους.
Κάποτε σ’ αυτή τη χώρα πρέπει να πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Το τιτλοφορούμενο από κανάλια «δράμα των συμβασιούχων», δεν πρέπει να είναι καθόλου «δράμα». Ίσως να είναι ένα από τα πολλά δράματα των ελλήνων ανέργων, αλλά όχι των συμβασιούχων. Είναι, απλά, το τέλος μιας σύμβασης που συνάφθηκε μεταξύ ενήλικων κι έχοντας σώας τα φρένας πολιτών με το ελληνικό δημόσιο. Με αυτή τη σύμβαση προσυμφωνούνται κάποια πράγματα. Ανάμεσα τους υπάρχει και η ρήτρα του «ορισμένου χρόνου». Τελειώνει το έργο, τελειώνει η σύμβαση, τελειώνει και η εργασία. Μόνο στην Ελλάδα, το τέλος της σύμβασης θεωρείται αρχή μονιμοποίησης. Μόνο στην Ελλάδα αιτείται να υπάρχει μάθημα Ολυμπιακής Παιδείας -ένα μάθημα που φτιάχτηκε για τις ανάγκες των Ολυμπιακών Αγώνων -και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Μόνο στην Ελλάδα παίζεται καθημερινά στα δελτία ειδήσεων το σενάριο του Αλέκου Σακελάριου «Μοντέρνα Σταχτοπούτα», εκείνο στο οποίο η αείμνηστη Αλίκη Βουγιουκλάκη έλεγε στους «ανάλγητους» θυρωρούς: «Μωρέ θα τρουπώσω, κι αν τρουπώσω θα μείνω…»
Το πραγματικό τους πρόβλημα είναι υπαρκτό και κοινό με το πρόβλημα που έχει ένας στους δέκα Έλληνες. Ονομάζεται ανεργία και ανασφάλεια. Οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου είναι απλές ασπιρίνες. Είναι δεδομένο ότι οι κυβερνώντες σε κάποια στιγμή τους χτύπησαν χαϊδευτικά στην πλάτη και τους είπαν: «μπείτε τώρα εδώ και μετά κάτι θα κάνουμε να σας τακτοποιήσουμε…» Είναι δεδομένο επίσης ότι ανθεί το εμπόριο της ελπίδας. Ναι! Οι συμβασιούχοι εμπαίζονται από τους πολιτικούς. Αλλά και οι ίδιοι εμπαίζουν όλους εμάς τους υπόλοιπους. Ξέρουν ότι προσελήφθησαν για ορισμένο χρόνο. Ξέρουν ότι προσελήφθησαν εκτός διαδικασίας αξιολόγησης από το ΑΣΕΠ, όπως κάνουν τα υπόλοιπα ελληνόπουλα. Ξέρουν επίσης ότι υπάρχει συνταγματική διάταξη που απαγορεύει τη μονιμοποίηση συμβασιούχων (αυτή κακώς υπάρχει στο Σύνταγμα: έπρεπε να είναι απλός νόμος του κράτους και απλώς να έχουμε πιο θαρραλέους πολιτικούς).
Το επαναλαμβανόμενο σίριαλ των συμβασιούχων αναδεικνύει για μια ακόμη φορά την μεγάλη παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας: το κράτος. Δια του κράτους η κυβέρνηση εμπορεύεται αναιδώς τις ελπίδες των ανέργων και οι άνεργοι μέσω του κράτους πιστεύουν ότι θα λυτρωθούν. Εάν μείνει ανέπαφη η αντίληψη ότι το κράτος θα λύσει το πρόβλημα της ανεργίας, τότε τα μόνα που θα ανθούν είναι το εμπόριο ελπίδων από τους πολιτικούς και οι κινητοποιήσεις των συμβασιούχων. Όλα τα άλλα θα συνεχίσουν να μαραίνονται. Εξάλλου υπάρχει ένα παράδοξο: Πως γίνεται, η «ανάλγητη» θατσερική πολιτική της Βρετανίας και η φιλελεύθερη της Ιρλανδίας να έχουν ως αποτέλεσμα ανεργία 4,9% και 4,4% αντίστοιχα (στοιχεία 12.2002) ενώ οι «κοινωνικά ευαίσθητες» πολιτικές της σοσιαλιστικής μας Ελλάδας να φτάνουν την ανεργία στο υπερδιπλάσιο 9,6%;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 29.6.2003