Πως και γιατί ο Τόνι Μπλερ κέρδισε την τρίτη κατά σειρά εκλογική του νίκη…
Η φιλελεύθερη οικονομική επιθεώρηση Economist ήταν σαφής στο τελευταίο προ των εκλογών τεύχος: «Παρά τα ελαττώματά ο Τόνι Μπλέρ του παραμένει η καλύτερη κεντροδεξιά επιλογή».
Ο αρχηγός του σοσιαλιστικού κόμματος της Βρετανίας κατηγορείται από τους αντιπάλους του (Αριστερούς και Δεξιούς) για πολλά. Ένα μόνο δεν μπορούν να του προσάψουν: έλλειψη διορατικότητας και πραγματισμού. Ακόμη και παρά το Ιράκ. Ο 52χρονος σήμερα Τόνι Μπλερ, πήρε το 1994 το Εργατικό Κόμμα από τα αζήτητα του Μαρξισμού που οι προκάτοχοί του το είχαν ρίξει για να κερδίσει τις εκλογές του 1997.
Η τριετία του στην αντιπολίτευση δεν ήταν ρόδινη. Όλοι στο κόμμα του τον κατηγορούσαν ότι είναι ο άξιος διάδοχος της κ. Μάργκαρετ Θάτσερ. Οι «Νέοι Εργατικοί» κατηγορήθηκαν ότι έπαψαν να είναι Αριστεροί, κοινωνικά ευαίσθητοι κι όλα τα συμπαρομαρτούντα που η Αριστερά φιλεύει στον εαυτό της. Ο Τόνι Μπλερ με τον νυν υπουργό του και διάδοχό του Τόνι Μπράουν έκλεισε τα αυτιά του σε όλες τις κατηγορίες. Απευθύνθηκε απευθείας στο εκλογικό σώμα κέρδισε το μυαλό και την ψυχή των ψηφοφόρων. Οι «Νέοι Εργατικοί» έγιναν ένα σύγχρονο φιλελεύθερο κόμμα, που θεωρούσε τις επιχειρήσεις μοχλό ανάπτυξης, τις δημόσιες υπηρεσίες κάτι περισσότερο από ιερές αγελάδες και τους πολίτες ικανότερους να διαχειριστούν τα του οίκου τους.
Το 1997 πετυχαίνει την πρώτη νίκη των Εργατικών μετά από 18 χρόνια διακυβέρνησης των Συντηρητικών -αυτών που στην Ελλάδα αρεσκόμαστε να βρίζουμε ως «νεοφιλελεύθερους»- έχοντας (πάντα κατά τους Έλληνες αναλυτές ) … «νεοφιλελεύθερο»πρόγραμμα. Από τις πρώτες του κινήσεις ήταν η μείωση της φορολογίας και ο περιορισμός των κρατικών δαπανών. Η απόφασή του να επιτρέψει στα πανεπιστήμια να αυτοδιοικηθούν, βάζοντας μάλιστα δίδακτρα, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Η επιμονή του να συνεχίσει το φιλοεπιχειρηματικό πρόγραμμα της κ. Θάτσερ αφενός του επιτρέπει να επαίρεται ότι στη Βρετανία υπάρχουν σήμερα 300.000 περισσότερες επιχειρήσεις από το 1997, αφετέρου δημιούργησε μια εκρηκτική οικονομική άνοδο.
Η Βρετανία έχει σήμερα την μικρότερη ανεργία στα τελευταία 30 χρόνια: δουλεύει το 75% του ενεργού πληθυσμού (έναντι 54% στην Ελλάδα). Διευρύνθηκαν μεν οι ανισότητες (το 10% των πλουσιότερων Βρετανών κατέχει σήμερα το 54% του εθνικού πλούτου έναντι 47% το 1990), αλλά η μεσαίου εισοδήματος οικογένειες είδαν στα επτά χρόνια του Μπλερ το εισόδημά τους να ανεβαίνει κατά 17%. Παράλληλα δύο εκατομμύρια παιδιά και δύο εκατομμύρια ηλικιωμένοι ξέφυγαν από τη φτώχεια, ενώ ένα εκατομμύριο Βρετανοί απέκτησαν σπίτι.
Όλα αυτά πρέπει να γίνουν μάθημα στην κυβέρνηση. Ο κ. Μπλερ δεν φοβήθηκε μην τυχόν κι αποκληθεί «δεξιός» ή «νεοφιλελεύθερος». Εμπιστεύτηκε την αγορά αντί των γραφειοκρατικών μηχανισμών. Μέχρι το 2006 σε κάθε σχολείο θα υπάρχει μάθημα επιχειρηματικότητας για να επωασθούν οι επιχειρηματίες του αύριο. Στην Ελλάδα ακόμη και στις οικονομικές σχολές διδάσκονται οι αρετές του κολλεκτιβισμού. Οι «Νέοι Εργατικοί» δεν ντρέπονται να αναγράψουν με μεγάλα γράμματα στο προεκλογικό τους πρόγραμμα ότι οι κεφαλαιαγορές και οι τράπεζες πρέπει να ευημερούν για το καλό της χώρας. Μείωσε τις δαπάνες του κοινωνικού κράτους, περικόπτοντας την γραφειοκρατία κι αυξάνοντας το άμεσο όφελος σε εκείνους που το έχουν ανάγκη. Μείωσε τους φόρους στα νοικοκυριά.
Ο κ. Μπλερ δεν είχε ανέφελη πορεία, ούτε στο κόμμα του (η αριστερή πτέρυγα είναι εκεί για να τον βρίζει), αλλά ούτε και σε ένα κομμάτι της κοινωνίας που ακόμη διαφεντεύεται από συνδικάτα και παρωχημένες λογικές. Πάλεψε, έπεισε, κέρδισε. Για τρίτη φορά. Όσο δε για το «μικρή» διαφορά των 58 εδρών που πέτυχε ο κ. Μπλερ -κι άσχετα από τις πολιτικές διεργασίες στο κόμμα του -πρέπει να θυμούνται ότι η κ. Θάτσερ ξεκίνησε την επανάστασή της το 1980 με διαφορά μόλις 44 εδρών…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 8.5.2005