Για να αποπληρώσουμε το δημόσιο χρέος, σύμφωνα με τους παλιούς υπολογισμούς του κ. Χριστοδουλάκη, θα πρέπει να δουλεύουμε όλοι τζάμπα ένα χρόνο κι επτά μέρες.
Ένα παλιό ανέκδοτο ήθελε κάποιον φαντάρο-ανιχνευτή να δίνει αναφορά στον λοχαγό του: «Κύριε λοχαγέ, έρχονται 502 στρατιώτες του εχθρού». «Πως τους μέτρησες, βρε θηρίο;» ρωτά έκπληκτος ο λοχαγός. «Ήταν δυο μπροστά και καμιά πεντακοσαριά από πίσω».
Αυτό το ανέκδοτο θυμήθηκα ακούγοντας την συζήτηση στη Βουλή για το δημόσιο χρέος. Δηλαδή -για να έχουμε το καλό ρώτημα- το πρόβλημα είναι αν το χρέος μας είναι 103% ή 102% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ);
Ας το κάνουμε εντελώς λιανά: για να αποπληρώσουμε αυτό το χρέος, σύμφωνα με τους παλιούς υπολογισμούς του κ. Χριστοδουλάκη, θα πρέπει να δουλεύουμε όλοι τζάμπα ένα χρόνο κι επτά μέρες. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του κ. Αλογοσκούφη ένα χρόνο και δέκα μέρες. Τώρα, στις τρεις μέρες θα τα χαλάσουμε; Με τον ένα χρόνο θα ασχοληθεί κανείς; Μήπως παραέχουμε στρέψει την προσοχή μας στους δύο ή τρεις στρατιώτες που βρίσκονται μπροστά κι έχουμε ξεχάσει τους «καμιά πεντακοσαριά, που έρχονται από πίσω»;
Ακούστηκαν πολλά χθες στη Βουλή. Για λάθη και παραλείψεις. Υπήρξαν. Για επιτεύγματα κι επιτυχίες. Θα υπάρξουν. Όλη η συζήτηση, όμως, κινήθηκε αποκλειστικά στο επίπεδο της πολιτικής σκηνής. Τι έκαναν οι εκλεκτοί μας και τι δεν έκαναν. Ένα πράγμα δεν ακούστηκε: οι κοινωνικές ευθύνες για τα χάλια της οικονομίας. Δεν υπάρχουν κοινωνικές πιέσεις για περισσότερους διορισμούς, για περισσότερες παροχές, για περισσότερο δημόσιο χρήμα, και τελικά για περισσότερο χρέος; Δεν υπήρξε κοινωνική πίεση για την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων -που ατομικά κάθε Έλλην σήμερα τους απαρνείται; Δεν υπήρξε τεράστια κοινωνική αντίδραση για ιδιωτικοποίηση χρεοκοπημένων Δημόσιων Επιχειρήσεων; Δεν υπάρχουν κοινωνικές συμπεριφορές που διώχνουν επενδύσεις;
Εντάξει! Η πολιτική επηρεάζει την οικονομία. Στην Ελλάδα -λόγω εκτεταμένου δημόσιου τομέα- πολύ περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Το πρόβλημα είναι ότι οι πολιτικοί επηρεάζονται με την σειρά της από τους ψηφοφόρους οι οποίοι ζητούν όλο και περισσότερο κράτος.
Πρέπει να το καταλάβουμε: κάθε φορά που πιέζουμε -και οι πολιτικοί υποκύπτουν- για π.χ. τη διατήρηση χρεοκοπημένων επιχειρήσεων στο Δημόσιο τομέα η κυβέρνηση δεν έχει «κοινωνικό πρόσωπο». Φορά «κοινωνικό προσωπείο». Οι ζημιές γίνονται χρέος και το χρέος το πληρώνουμε όλοι. Κι όμως κάθε φορά που ζητάμε κρατική παρέμβαση κάπου, ποτέ δεν ρωτάμε τον λογαριασμό. Απλώς στο τέλος τον πληρώνουμε. Όλοι μας. Όταν πέφτει η παραγωγικότητα του δημόσιου τομέα εμείς πληρώνουμε περισσότερα χρήματα για τις ίδιες υπηρεσίες. Τώρα ζητάμε μονιμοποίηση όλων των συμβασιούχων. Καλά κάνουμε. Αρκεί, όμως, ταυτόχρονα να καταλαβαίνουμε ότι τους μισθούς δεν θα τους πληρώνουν οι Κονγκολέζοι.
Στην ελληνική κοινωνία η έννοια του κόστους είναι ανύπαρκτη. Το δυστύχημα είναι ότι υπάρχει στην οικονομία. Ζητάμε τα πάντα από το κράτος, λες και το κράτος είναι κάποιος θείος από την Αμερική που φέρνει δολάρια. Κάποτε η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων είχε γίνει η νέα Μεγάλη Ιδέα. Τώρα η διοργάνωσή τους έχει γίνει μεγάλος βραχνάς διότι τους πληρώνουμε. Ε, δεν γίνεται να έχεις Μεγάλες Ιδέες, χωρίς μεγάλους λογαριασμούς και τελικά χωρίς μεγάλα χρέη.
Το 102% ή 103% του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν είναι σπατάλες. Τουλάχιστον όχι με την μορφή του τις φανταζόμαστε. Ναι! υπάρχουν οικονομικά σκάνδαλα που επιβαρύνουν αυτό το χρέος. Μόνο που υπάρχουν και 350.000 δημόσιοι υπάλληλοι (στους οποίους θέλουμε να προσθέσουμε άλλους 250.000) και για τους οποίους δεν ξέρουμε 1) αν παράγουν, 2) τι παράγουν 3) αν αυτό που παράγουν χρειάζεται 4) αν αυτό που χρειάζεται και το παράγουν μπορεί να παραχθεί με λιγότερα χρήματα.
Ναι! υπάρχουν και ρεμούλες. Μόνο που αυτές είναι οι «ένας, δύο μπροστά» του ανεκδότου. Με τους «καμιά πεντακοσαριά από πίσω» τι κάνουμε;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 13.5.2004