Εχουμε τόση ιστορία που δεν ξέρουμε τι να πρωτοσυντηρήσουμε. Ολη η χώρα παρουσιάζεται σαν μουσείο και κανονικά έπρεπε να έχει ταμπέλες «Μην εγγίζετε».
Eνα από τα βασικά προβλήματα των αρχαιολόγων είναι ότι οι σημερινές ανασκαφές μπορεί να καταστρέφουν αυριανές γνώσεις. Για έναν απλό λόγο: Χρησιμοποιούν τεχνολογία των καιρών μας, και επειδή κάποια μελλοντικά εργαλεία θα αποκαλύπτουν πιο πολλά, υπάρχει ο εύλογος φόβος ότι κατά τη διαδικασία ανασκαφής καταστρέφονται πολύτιμα στοιχεία.
Αυτός ο φόβος είναι τεκμηριωμένος ιστορικά. Η μανία π.χ. του Ερρίκου Σλήμαν να ανακαλύψει τους θησαυρούς της Τροίας κατέστρεψε πολλές στρωματώσεις της ανασκαφής, στοιχεία που αν τα είχαμε σήμερα θα ήταν πολύτιμα για να καταλάβουμε τη διαχρονική εξέλιξη της πόλης. Σ’ αυτό το πρόβλημα δεν υπάρχει λύση. Η έρευνα δεν μπορεί να σταματήσει και απλώς σήμερα οι αρχαιολόγοι είναι πολύ πιο προσεκτικοί (καταγράφουν λεπτομερώς κάθε στάδιο της ανασκαφής) ελπίζοντας ταυτόχρονα ότι θα είμαστε τυχεροί: δεν πετάμε πράγματα που φανταζόμαστε ότι μπορεί να μην είναι χρήσιμα στους ιστορικούς του μέλλοντος.
Η ίδια άβολη σχέση με το παρελθόν υπάρχει και σε σχέση με τα μνημεία. Υπάρχει λόγος να κρατηθούν όλες οι προσφυγικές κατοικίες της Λεωφόρου Αλεξάνδρας (διότι στέγασαν τους πόθους και τους καημούς μιας γενιάς ξεριζωμένων) ή πρέπει να αποκτήσουμε λίγο περισσότερο πράσινο στην γκρίζα Αθήνα; Πρέπει να μείνουν όλα τα κτίρια της δισκογραφικής εταιρείας Columbia ή αρκεί το πιο χαρακτηριστικό; Μεθαύριο (να το θυμηθείτε) θα υπάρχουν κι άλλες τέτοιες «εύλογες» απορίες: θα πρέπει να γκρεμιστεί το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας ή θα πρέπει να διατηρηθεί ως χώρος μνήμης το χώμα που πάτησε ένας Δομάζος;
Βέβαια, ζούμε σε μια χώρα που δεν ντρέπεται να διαλαλεί με αναμνηστική πλακέτα στην Οδό Κυψέλης ότι «Στον χώρο αυτό που χτίστηκε η (σ.σ.: υπερμεγέθης) πολυκατοικία υπήρχε η ταπεινή οικία του ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης Κωνσταντίνου Κανάρη». Σ’ αυτή τη χώρα δεν περισσεύουν κονδύλια για να σωθεί το σπίτι που πέθανε ο Παύλος Μελάς και κινδυνεύει το σπίτι όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια ο Μενέλαος Λουντέμης. Προφανώς έχουμε τόση ιστορία που δεν ξέρουμε τι να πρωτοσυντηρήσουμε. Ολη η χώρα παρουσιάζεται σαν μουσείο και κανονικά έπρεπε να έχει ταμπέλες «Μην εγγίζετε»: εδώ περπάτησε ο Σωκράτης, εκεί τραγούδησε ο Μπιθικώτσης, παραπέρα έπινε τον καφέ του ο Ελύτης, σ’ εκείνο το στενό σκοτώθηκε ο Αλέξης κι εδώ βρίσκεται ο τάφος του αδελφού της Αννας Αχμάτοβα.
Το τελευταίο δεν είναι ευφυολόγημα· είναι αίτημα. Το λογοτεχνικό περιοδικό «Πλανόδιον» είχε στο προηγούμενο τεύχος μια πολύ ενδιαφέρουσα αποκάλυψη. Βρήκε ότι η οικογένεια της μεγάλης Ρωσίδας ποιήτριας Αννας Αχμάτοβα κατέληξε διωγμένη από τους μπολσεβίκους στην Ελλάδα. Στο νέο τεύχος παρουσιάζει και τον τάφο του αδελφού της στο Α΄ Νεκροταφείο. Μπράβο τους, διότι έτσι -στοιχείο, στοιχείο- καταγράφεται η ιστορία του τόπου. Το αίτημα όμως, που δημοσιεύεται και ολοσέλιδο σε αθηναϊκή εφημερίδα να διασωθεί αυτός ο τάφος πού εδράζεται; Στη γονιδιακή σχέση με τη μεγάλη ποιήτρια; Να ήταν ο τάφος της ίδιας έχει κάποια λογική. Αλλά οι τάφοι των συγγενών πώς και γιατί να θεωρούνται μνημεία; Οχι τίποτε άλλο, αλλά μπορεί η συχωρεμένη να έχει και τίποτε μικρανίψια, τους τάφους των οποίων το περιοδικό (ή κάποιοι άλλοι) θα θέλουν να σώσουν.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 10.7.2009