Μεγαλύτερο και από τη χρηματοδότηση πρόβλημα της Παιδείας είναι οι ιδεολογικές αγκυλώσεις εκείνων που τη διαφεντεύουν.
Γράφαμε παλιότερα ότι το οικονομικό πρόβλημα των Ελλήνων εργαζομένων μπορεί να περιγραφεί με το εξής απλό τρίπτυχο: «Δουλεύουν πολύ, πληρώνονται λίγο και παράγουν λιγότερο». Το αυτό ισχύει και για τους σκληρότερα εργαζόμενους Ελληνες, τους μαθητές. Σύμφωνα με τις μελέτες του ΟΟΣΑ «τα μαθήματα στο σύνολο της σχολικής εκπαίδευσης διαρκούν κατά μέσο όρο 27 ώρες την εβδομάδα, έναντι 22-23 ωρών που θεωρούνται υπερεπαρκείς στη Δανία, στη Σουηδία και στη Νορβηγία… Εκτός σχολείου, συνολικά ο μαθητής “δουλεύει” επί 18,5 ώρες κάθε εβδομάδα, όταν στην Ολλανδία λιγότερες από 7 ώρες επαρκούν για διάβασμα και “εξτρά” μαθήματα (που είναι ελάχιστα, αφού το σχολείο καλύπτει τα πάντα). Μόνο 5 ώρες χρειάζεται ο μαθητής στη Φιλανδία ή στη Σουηδία και περίπου 6 στη Νορβηγία και στη Δανία, όπου τα παιδιά έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο για παιχνίδι και άσκηση («Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» 25/9/2005).
Εκτός αυτών οι Ελληνες «δωρεάν» εκπαιδευόμενοι κοστίζουν τα περισσότερα λεφτά στις οικογένειές των, η Παιδεία τους είναι αποκλειστικά σχεδόν προσανατολισμένη στην εύρεση εργασίας (και δη στο Δημόσιο) και σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας κάνουν τον περισσότερο χρόνο να βρουν δουλειά μόλις ολοκληρώσουν τις σπουδές των. Έχουμε, δηλαδή, τζακ ποτ αποτυχίας στο εκπαιδευτικό μας σύστημα.
Για την κατάσταση αυτή, κάθε αντιπολίτευση ρίχνει φταίξιμο στην υποχρηματοδότηση της Παιδείας. Δεν έχουν άδικο. Μια πηγή κακοδαιμονίας είναι η χρόνια φτώχεια της εκπαίδευσης (η οποία πάντα συνοδεύεται από πλούτο υποσχέσεων). Οι ίδιοι, βέβαια, είναι εξαιρετικά χουβαρντάδες με κάθε κονδύλι του προϋπολογισμού. Οταν κάποιοι ισχυριζόταν να πουληθεί η «Ολυμπιακή» για να μείνουν λεφτά από την Παιδεία οι πρώτοι ούρλιαζαν περί «ξεπουλήματος».
Κάποιοι άλλοι τα ρίχνουν στο «σύστημα», γενικώς. Ισχυρίζονται ότι η Παιδεία μας φτιάχνεται στα μέτρα του κεφαλαίου για να παράγει ειδικότητες που οι επιχειρήσεις θέλουν. Αυτό θα ήταν καλό αν ήταν αληθινό. Δυστυχώς, τα ξένα μονοπώλια δεν μας προτιμάνε. Πατώσαμε στις ξένες επενδύσεις. Αλλά ούτε οι επιχειρήσεις που μας απέμειναν προτιμάνε τους απόφοιτους των σχολών μας. Το γεγονός ότι 58,3% των αποφοίτων ΑΕΙ ψάχνει για δουλειά δύο με πέντε χρόνια σημαίνει ότι η εκπαιδευτική μας διαδικασία δεν παράγει ούτε καν «κρέας για τον αιμοβόρο καπιταλισμό». Και να παρακαλάμε τα «μονοπώλια να πιουν το αίμα των πτυχιούχων μας με το μπουρί της σόμπας» αυτά αρνούνται.
Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα στην Παιδεία είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει συνολικά ο τόπος. Είναι κι αυτή δέσμια των μεταπολιτευτικών ρητορειών που θέλει οποιοδήποτε μέτρο εξορθολογισμού να βαφτίζεται «νεοφιλελεύθερο» και να απορρίπτεται χωρίς κουβέντα. Δεν θα απολυθεί ποτέ κανείς ως ανεπαρκής από τη δημόσια παιδεία, διότι οι απολύσεις είναι εξ ορισμού «νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα». Ουδείς θα αξιολογηθεί για το έργο του, γιατί η αξιολόγηση είναι «επιταγή της Μπολόνια». Δεν πρόκειται να μπουν χρήσιμα γνωστικά αντικείμενα στα ΑΕΙ, διότι αυτά εξυπηρετούν τον καπιταλισμό. Παλιότερα, τα ερευνητικά προγράμματα απορρίπτονταν διότι μπορεί να εξυπηρετούσαν το ΝΑΤΟ ή ακόμη χειρότερα τον ιδιωτικό τομέα.
Μεγαλύτερο και από τη χρηματοδότηση πρόβλημα της Παιδείας είναι οι ιδεολογικές αγκυλώσεις εκείνων που τη διαφεντεύουν και δεν εννοούμε την κυβέρνηση. Είναι ένα ολόκληρο σύστημα συνδικαλιστών, διδασκόντων στα ΑΕΙ, φοιτητοπατέρων κ.λπ. που βολεύτηκαν σ’ αυτό το σαθρό οικοδόμημα και πολεμούν λυσσαλέα κάθε προσπάθεια ανανέωσής του. Αν δεν ηττηθεί αυτό το σύστημα ανορθολογισμού, όσα λεφτά κι αν ρίξουμε στην Παιδεία οριακά αποτελέσματα μόνο θα έχουν…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 26.9.2005