Όλοι έχουν το δικαίωμα να σατιρίζουν τα πάντα. Όλοι επίσης έχουν δικαίωμα να διαμαρτύρονται για την σάτιρα οποιουδήποτε πράγματος.
Kαταρχήν, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το δικαίωμα στην ευπρεπή διαμαρτυρία είναι απεριόριστο. Είτε αυτή αφορά την παράσταση του Τζίμη Πανούση στην Ελλάδα είτε τα σκίτσα του Μωάμεθ που δημοσιεύτηκαν σε κάποια δανική εφημερίδα.
Γι’ αυτό τον λόγο νομιμοποιούνται όσοι Ορθόδοξοι διαμαρτυρόμενοι συγκεντρώθηκαν έξω από τη σκηνή ΦΙΞ της Θεσσαλονίκης, όπου ο δημοφιλής κωμικός παρουσιάζει τη νέα του παράσταση.
Αυτό που επ’ ουδενί νομιμοποιείται είναι η λογοκριτική παρέμβαση του κράτους για να φιμώσει ένα καλλιτέχνη, όσα ιερά και όσια και αν αυτός προσβάλλει.
Ακούγονται πολλά αυτές τις μέρες σχετικά με τη σάτιρα, την τέχνη και τα όρια της. Πολλοί που δεν θέλουν να χαρακτηριστούν «λογοκριτές» απαξιώνουν την παράσταση λέοντας ότι αυτό που κάνει ο κ. Πανούσης «δεν είναι τέχνη». Αλλοι συμπαθούν τη σάτιρα… μερικώς. Ισχυρίζονται ότι και η σάτιρα πρέπει να έχει κάποια όρια.
Είναι δικαίωμά τους να το πιστεύουν, αλλά προκύπτει ένα πρόβλημα: και οι δύο αποφάνσεις είναι αυθαίρετες.
Πρώτον, δεν υπάρχει σαφής ορισμός της τέχνης, πλην ίσως του αφορισμού που έκανε ο γνωστός ιστορικός Ερνεστ Γκόμπριχ: «στην πραγματικότητα, η τέχνη δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο οι καλλιτέχνες». Χωρίς ορισμό, κάθε συζήτηση για το αν μια παράσταση είναι έργο τέχνης είναι μάταιη. Μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρο χωρίς να καταλήξουμε ποτέ.
Αρα, το επιχείρημα ότι ο κ. Πανούσης δεν κάνει τέχνη και ως εκ τούτου αξίζει να λογοκριθεί είναι αστήρικτο.
Αστήρικτο είναι το δεύτερο επιχείρημα για τα όρια της τέχνης. Καταρχήν τέχνη με όρια δεν είναι τέχνη, είναι σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Ο καλλιτέχνης πρέπει να σπάει τα κατεστημένα όρια, να δημιουργεί διαρκώς νέες προσεγγίσεις της πραγματικότητας. Αυτός είναι ο ρόλος της και γι’ αυτό είναι χρήσιμη στην κοινωνία. Βέβαια, τις περισσότερες φορές οι απόπειρες τέχνης δεν ευδοκιμούν για πολλούς λόγους. Αλλά αυτό δεν το ξέρουμε ποτέ εκ των προτέρων. Τα έργα πρέπει να παρουσιαστούν στο ευρύ κοινό και μέσα από πολύπλοκες διαδικασίες χρίζονται ως έργα υψηλής τέχνης.
Το αυτό ισχύει και για τη σάτιρα. Η σάτιρα προϋποθέτει την έκπληξη. Αν δεν σατιριστούν οι κατεστημένες αντιλήψεις, αυτά που κάποιοι θεωρούν «ιερά και όσια» δεν μιλάμε για σάτιρα, μιλάμε για «σούπα».
Αλλά ακόμη και αν υπήρχαν όρια, ποιος θα τα έθετε; Οι Χριστιανοί έχουν τα δικά τους ιερά και όσια. Οι Μουσουλμάνοι τα δικά τους. Οι Ολυμπιακοί θεωρούν τον «θρύλο», Θεό. Οι κομμουνιστές έχουν παλέψει, έχουν εξοριστεί, έχουν ματώσει για τη δική τους μεγάλη ιδέα.
Ετσι, η σάτιρα οποιουδήποτε πράγματος κάποιον θα ενοχλήσει, κάποια «ιερά και όσια» θα προσβάλει. Χειρότερα: κάποιος θα ζητήσει τη λογοκρισία της στο όνομα κάποιου ανώτερου ιδανικού. Και αν αυτό μπορούσε να γίνει δεκτό θα έπρεπε να εξοστρακιστεί το χιούμορ από την κοινωνία.
Ολοι έχουν το δικαίωμα να σατιρίζουν τα πάντα. Ολοι επίσης έχουν δικαίωμα να διαμαρτύρονται για τη σάτιρα οποιουδήποτε πράγματος. Αυτό αποτελεί μέρος του διαλόγου που πρέπει να γίνεται στην κοινωνία. Αυτός ο διάλογος όμως δεν μπορεί και δεν πρέπει να έχει προστάτες. Αρκεί η πειθώ και η δύναμη των επιχειρημάτων εκατέρωθεν. Η επίκληση του εισαγγελέα για να φιμωθεί ο λόγος κάποιου (έστω και αν αυτός ο λόγος είναι βέβηλος και ανίερος) δείχνει φτώχεια επιχειρημάτων και ανασφάλεια.
Αλίμονο, αν κοτζάμ ορθόδοξη εκκλησία με παράδοση τόσων χρόνων μπορούσε να κινδυνεύει από τη σάτιρα ενός καλλιτέχνη. Ακόμη και αν αυτός είναι ο Τζίμης Πανούσης.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 31.10.2006