Η Εκκλησία της Ελλάδος είναι ένας μεγάλος και πλούσιος οργανισμός. Πρέπει να έχει τις δικές της ιερατικές σχολές. Ας τις κάνει. Πρέπει όμως, να ανήκουν στην Εκκλησία, να τις διαχειρίζεται η Εκκλησία, να χρηματοδοτούνται από την Εκκλησία.
Σε μία ορθολογικά δρώσα Πολιτεία, το θέμα με τα εκκλησιαστικά πανεπιστήμια δεν θα υπήρχε. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θα είχε τα δικά της ιδρύματα και θα εκπαίδευε ιδίοις εξόδοις τα στελέχη της. Το κράτος θα κρατούσε τον καθαρά εποπτικό ρόλο και το ζήτημα θα τέλειωνε εκεί. Μόνον που στην Ελλάδα τα αυτονόητα είναι διαρκώς ζητούμενα. Εξ ου και το νέο φασούλι που προέκυψε με την «ανωτατοποίηση» των ιερατικών σχολών δημιουργώντας έναν επιπρόσθετο πονοκέφαλο στην κυβέρνηση -λες και της έλειπαν αυτόν τον καιρό τα μέτωπα.
Το ζήτημα έχει πολλές πτυχές. Το πρώτο είναι ο τρόπος, με τον οποίον λαμβάνονται οι αποφάσεις για τα μεγάλα ζητήματα της χώρας και δη την εκπαίδευση, η οποία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής τούτης της κυβέρνησης, όπως πολλάκις διακήρυξε ο πρωθυπουργός. Αν το ήθελε Χάρβαρντ -λέμε τώρα, χάριν παραδείγματος- να ανοίξει παράρτημα στην Ελλάδα, σίγουρα θα σκόνταφτε στο άρθρο 16 του Συντάγματος. Η Εκκλησία, όμως, μπορεί δι’ ενός κληρονομημένου από τον κ. Πέτρο Ευθυμίου και (παρά τις διορθώσεις της κ. Μαριέττας Γιαννάκου) κακού νομοσχεδίου. Τούτο σημαίνει ότι και η εκπαιδευτική πολιτική χαράσσεται με όρους ισχύος στο πολιτικό σκηνικό. Η Εκκλησία που είναι ισχυρή, λόγω παράδοσης, στη χώρα αποκτά (τέσσερα, μάλιστα, στον αριθμό) πανεπιστήμια. Το Χάρβαρντ όχι…
Η δεύτερη πτυχή αφορά την ουσία. Σε τι χρειάζεται η «ανωτατοποίηση»; Υπάρχουν τέσσερις εκκλησιαστικές σχολές που βγάζουν άξιους κληρικούς. Μπορεί -αν έχουν κάποια προβλήματα- να χρειάζονται εκσυγχρονισμό. Αυτός, όμως, δεν πρέπει να είναι ο τυπικός με την αλλαγή του «στάτους» των σχολών, αλλά ουσιαστικός. Και αυτόν πρέπει να τον κάνει μόνη της η Εκκλησία διότι γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους τις ανάγκες της. Με το νομοσχέδιο, που προωθείται, δεν εξασφαλίζεται το κύριο ζητούμενο. Απλώς, η κυβέρνηση εκθέτει εαυτόν και είναι απορίας άξιον πώς το κατορθώνει αυτό.
Το τρίτο αφορά τις σοβαρές ενστάσεις που υπάρχουν για την εισαγωγή των φοιτητών σε αυτά τα ιδρύματα. Σε μια ευνομούμενη δημοκρατική Πολιτεία κάθε πολίτης, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και φύλου, έχει στις δημόσια παρεχόμενες υπηρεσίες (είτε αυτές αφορούν στην Παιδεία είτε στην Υγεία κ.λπ.) ίσες ευκαιρίες. Δεν νοείται ο παραμικρός διαχωρισμός Αυτή η συνταγματική αρχή παραβιάζεται με τις σχολές που ετοιμάζονται και θα χρηματοδοτούνται από το κράτος κάτι που θα δημιουργήσει πρόσθετα προβλήματα. Αν τελικά ψηφιστεί ο νόμος θα είναι έκθετος σε οποιοδήποτε δικαστήριο ερμηνεύσει το άρθρο 4 του Συντάγματος που θέλει τους Έλληνες να «είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Oι Έλληνες και οι Eλληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Θα είναι έκθετος και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια. Αρκεί μια απλή προσφυγή για να ξαναπάνε αυτές οι ρυθμίσεις στο καλάθι των αχρήστων.
Η Εκκλησία της Ελλάδος είναι ένας μεγάλος και πλούσιος οργανισμός. Πρέπει να έχει τις δικές της ιερατικές σχολές και να τις δώσει όποιο «στάτους» θέλει (ανώτερες, ανώτατες κ.λ.π.) Ας τις κάνει. Πρέπει όμως, να ανήκουν στην Εκκλησία, να τις διαχειρίζεται η Εκκλησία, να χρηματοδοτούνται από την Εκκλησία. Η Δημόσια Εκπαίδευση πρέπει να είναι ελεύθερη δογμάτων και προσβάσιμη απ’ όλους. Αν η κυβέρνηση θέλει να κάνει τομές στην Ανώτατη Παιδεία πρέπει να τη φιλελευθεροποιήσει. Πρέπει να επιτρέψει και στην Εκκλησία και στα συνδικάτα και στο Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών ή όποιον άλλο φορέα να φτιάξουν τα δικά τους ΑΕΙ, να τα λειτουργούν και να παράγουν τα στελέχη τους.
Χρειάζεται τέλος, ένας συνολικός σχεδιασμός για την Παιδεία, με σταδιακή απομάκρυνση του υπουργείου από τη διαχείριση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είτε αυτά θα ανήκουν στο κράτος είτε σε μεγάλους φορείς. Το υπουργείο Παιδείας πρέπει σταδιακά να περιοριστεί στη διενέργεια αδιάβλητων εισαγωγικών εξετάσεων και -γιατί όχι;- τα ΑΕΙ κρατικά ή μη κερδοσκοπικά να πληρώνουν τις υπηρεσίες εξετάσεων που θα τους προσφέρονται.
Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος και φυσικά δεν επιτυγχάνεται σε μία μέρα. Μπορούν, όμως, να γίνουν βήματα προς τα εκεί, αντί να γίνονται βήματα προς τα πίσω…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 25.9.2005