Στην περίπτωση του αγροτικού προβλήματος πρέπει, κάποτε, να ειπωθούν τα πράγματα με το όνομά τους. Οι αγρότες μας αντί να είναι επιχειρηματίες συνήθισαν τόσα χρόνια να είναι δημόσιοι υπάλληλοι.
Πέντε προτάσεις διατύπωσε ο Συνασπισμός της Αριστεράς κ.λπ., για να ξεπεραστεί η κρίση που πλήττει, φέτος, τους ροδακινοπαραγωγούς της Βόρειας Ελλάδος. Εξ αυτών δύο είναι ορθές, αλλά δεν έχουν σχέση με την κρίση, ενώ τρεις σχετίζονται με την κρίση, αλλά απέχουν της πραγματικότητας.
Το Τμήμα Αγροτικής Πολιτικής του ΣΥΝ, λοιπόν, προτείνει τα εξής:
«1. Απορρόφηση όλης της παραγωγής του ροδάκινου σε τιμή που να διασφαλίζει το εισόδημα των παραγωγών».
Όλοι το ευχόμαστε, αλλά πώς ακριβώς μπορεί να γίνει αυτό; Μία λύση είναι να αγοράσουν τα 11.000 μέλη του Συνασπισμού από δέκα, περίπου, τόνους έκαστος ή εκάστη, σε τιμή που να ικανοποιεί τους παραγωγούς έτσι ώστε να απορροφηθεί όλη η παραγωγή. Διότι ο συνταξιούχος των 500 ευρώ -ο οποίος, σημειωτέον, μπορεί να σιχαίνεται τα ροδάκινα- αδυνατεί να πληρώσει διά του προϋπολογισμού και την παραγωγή των ροδάκινων.
«2. Περιορισμός και έλεγχος της ψαλίδας τιμών παραγωγού-καταναλωτή».
Κι αυτό επιθυμητό είναι. Στην Ελλάδα, μάλιστα, έχει αναχθεί σε βασική συνιστώσα της πολιτικής από την περίφημη μάχη του τελάρου κι εντεύθεν, αλλά προφανώς ανεφάρμοστο. Οι πανταχόθεν βαλλόμενοι μεσάζοντες δεν είναι κάποιοι φεουδάρχες που παίρνουν με τη βία τα γεννήματα των αγροτών και τα δίνουν με το ζόρι στους καταναλωτές. Όσο κι αν δεν μας αρέσουν είναι επιχειρηματίες, οι οποίοι κλείνουν τρύπες στο σύστημα διακίνησης των οπωροκηπευτικών. Το γεγονός ότι υπάρχουν τρύπες οφείλεται, καταρχήν, στους ίδιους τους αγρότες και στα συλλογικά τους όργανα. Εφόσον δεν αναλαμβάνουν οι ίδιοι, διά των συνεταιρισμών, τη διακίνηση των προϊόντων τους επόμενο είναι κάποιοι να κερδοσκοπούν με αυτά. Η ψαλίδα των τιμών μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών θα κλείσει προς όφελος και των δύο, από την στιγμή που θα ξεκουνηθούν οι αγρότες και θα διακινούν οι ίδιοι τα προϊόντα τους.
«3. Κίνητρα συνένωσης και εξυγίανσης των συνεταιρισμών και παραμερισμός των αγροτοπατέρων του συνεταιριστικού κατεστημένου».
Ο απόλυτος κρατικιστικός παραλογισμός, που δέρνει την Αριστερά, την κάνει να βλέπει παντού την ανάγκη κρατικών ενισχύσεων. Δηλαδή, τι μεγαλύτερο κίνητρο μπορεί να υπάρχει από την προαναφερθείσα «ψαλίδα στις τιμές μεταξύ παραγωγών και καταναλωτή»; Αν κατά πώς καταγγέλλεται η τομάτα ξεκινά στα 50 λεπτά ανά κιλό από το χωράφι για να φτάσει στα 2 ή τα 3 ευρώ στην αγορά, το ποσοστό κέρδους είναι τουλάχιστον 400%! Αυτό πρέπει να αποτελεί επαρκές κίνητρο και για τη συνένωση και για την εξυγίανση των συνεταιρισμών ώστε να ανταποκριθούν στις ανάγκες διακίνησης των προϊόντων. Από τη στιγμή που οι ίδιοι οι αγρότες δεν κάνουν τις απαιτούμενες τομές στα δικούς τους συλλογικούς φορείς προς δικό τους όφελος γιατί να το κάνει ο μέσος φορολογούμενος; Έτσι κι αλλιώς, η πρόσφατη ιστορία έδειξε ότι οι κρατικές ενισχύσεις στους συνεταιρισμούς (την περίοδο του πρώιμου ΠΑΣΟΚ) σκάνδαλα παρήγαγε, ουχί προϊόντα. Όσο για τους αγροτοπατέρες δεν διορίζονται. Εκλέγονται. Οπότε και ο παραμερισμός των αγροτοπατέρων είναι υπόθεση της αγροτιάς και όχι της κυβέρνησης.
«4. Οι βιομηχανίες να συμμορφωθούν με τη νομοθεσία (ποιότητα των προϊόντων, δικαιώματα εργαζομένων)».
Φυσικά! Όλοι πρέπει να συμμορφώνονται με τους νόμους, αλλά αυτό τι σχέση έχει με την κρίση;
«5. Να λειτουργήσουν οι βιολογικοί καθαρισμοί, να παρθούν κατάλληλα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος και εξασφάλιση υγιούς ανταγωνισμού».
Κι αυτό λογικό είναι, αλλά πάλι σχέση με την κρίση δεν έχει.
Η Αριστερά είναι αμήχανη και στο θέμα της αγροτιάς. Δεν έχει να προτείνει κάτι επί της ουσίας, απλώς εκδίδει λαϊκίστικες ανακοινώσεις για να χαϊδεύει τα αυτιά των διαμαρτυρόμενων. Μόνον που στην περίπτωση του αγροτικού προβλήματος πρέπει κάποτε να ειπωθούν τα πράγματα με το όνομά τους. Οι αγρότες μας αντί να είναι επιχειρηματίες συνήθισαν τόσα χρόνια να είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Και άντε! Να καλύπτεται από τον ΕΛΓΑ το «βρέξει – χιονίσει…», να καλύπτεται όμως και από τον προϋπολογισμό το «ανεβαίνουν -κατεβαίνουν οι τιμές»;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 11.8.2005