Χθες παρακολουθήσαμε την πρώτη δυναμική διαδήλωση κατά της αγοράς. Οι ροδακινοπαραγωγοί δεν έκλεισαν τις εθνικές οδούς διαμαρτυρόμενοι για τις επιδοτήσεις, αλλά για τις τιμές…
Σε όλο τον κόσμο η αγορά είναι μια σύμπραξη συναινούντων ενήλικων. Κάποιος προσφέρει ένα προϊόν σε μια α’ τιμή και κάποιος άλλος το αγοράζει αν κρίνει πως η τιμή είναι συμφέρουσα. Ισχύει και το αντίστροφο. Κάποιος υπολογίζει να δώσει μια β’ τιμή για ένα προϊόν κι αν το βρει ακριβότερο απλώς δεν το αγοράζει. Είναι μια καθημερινή λειτουργία που την κάνουμε ασυναίσθητα όλοι μας: υπολογίζουμε το κόστος ενός προϊόντος και το όφελος που θα μας προσφέρει και αν το πρόσημο είναι θετικό κάνουμε την πράξη.
Αυτό είναι μια πρακτική που ισχύει σε ολόκληρο τον κόσμο, πλην ίσως των αγροτικών περιοχών της Ελλάδος. Έτσι, χθες ξεσηκώθηκαν οι ροδακινοπαραγωγοί της Πέλλας διότι όπως ισχυρίζονται το κόστος παραγωγής του προϊόντος τους είναι 21 λεπτά ανά κιλό ενώ κάποια τοπική βιομηχανία τους τα αγοράζει προς 19 λεπτά ανά κιλό. Έκλεισαν (ως είθισται) τους δρόμους, σκόρπισαν (όπως θέλει η παράδοση) μερικά τελάρα φρούτων στους δρόμους, έβαλαν φωτιά (όπως πάντα γίνεται) σε ένα τρακτέρ και προχώρησαν σε νέες μορφές πάλης: επιτέθηκαν στην βιομηχανία που παράγει κομπόστες από τα ροδάκινα και κατέστρεψαν μέρος του προϊόντος που υπήρχε εκεί αποθηκευμένο. Η οργή τους έγινε μεν τηλεοπτικό θέαμα, αλλά δεν γνωρίζουμε ποια μπορεί να είναι η λύση του προβλήματός τους.
Κατ’ αρχήν πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αυτή είναι η πρώτη δυναμική διαδήλωση κατά της αγοράς. Μέχρι τώρα η Αριστερά μας είχε συνηθίσει στην γενικόλογη καταγγελία των αγορών και του νεοφιλελευθερισμού, αλλά για πρώτη φορά το αίτημα γίνεται συγκεκριμένο: η τιμή των ροδάκινων πρέπει να είναι τουλάχιστον 21 λεπτά ανά κιλό. Κι επειδή αυτή η τιμή δεν αφήνει κέρδος κι αν υπολογίζουμε ότι κάθε αγροτική οικογένεια έχει ανάγκες πιθανώς θα πρέπει να πάει στο ένα ευρώ ανά κιλό.
Αν όμως τα ροδάκινα φεύγουν από το χωράφι με ένα ευρώ ανά κιλό και υπολογίσουμε τις παθογένειες της ελληνικής αγοράς (μεσάζοντες κ.λ.π.) τότε θα φτάνει στη λιανική 3-4 ευρώ ανά κιλό. Θα δικαιούνται λοιπόν οι συνταξιούχοι των 500 ευρώ το μήνα να μπουκάρουν στις λαϊκές, αν ανατρέπουν τους πάγκους των μικροπωλητών, να καίνε πιθανώς και τα καροτσάκια τους διαμαρτυρόμενοι για την «ακρίβεια». Πιθανότατα θα πρέπει να οργανώσουν και ομάδες κρούσης να πηγαίνουν στα χωράφια των αγροτών και να καταστρέφουν μέρος της σοδειάς τους, διαμαρτυρόμενοι για τις υψηλές τιμές.
Παράλογο; Φυσικά, αλλά μήπως η χθεσινή δυναμική διαμαρτυρία των ροδακινοπαραγωγών ήταν λογική;
Σ’ αυτή τη χώρα έχουμε μπερδέψει πολλά. Θεωρούμε για παράδειγμα αυτονόητη την «διασφάλιση των εισοδημάτων», κάτι που δεν πρέπει να υπάρχει ως συλλογικό αίτημα αλλού στον κόσμο. Το θέλουμε για τους αγρότες, το ακούμε για τους εργαζόμενους και πιθανώς αύριο να το ζητήσουμε και για τους επιχειρηματίες. Γιατί οι τελευταίοι δεν έχουν ψυχή ή ανάγκες;
Οι ροδακινοπαραγωγοί πιθανότατα φέτος να έπεσαν έξω. Να υπήρξε τόσο μεγάλη προσφορά του προϊόντος που έριξε τόσο τις τιμές ώστε να πουλούν κάτω του κόστους. Κάποια χρόνια όμως η προσφορά ήταν μικρή και κάποιοι απ’ αυτούς κέρδισαν πολλά από τις υψηλές τιμές του προϊόντος. Τότε κανείς δεν πήγε να τους καταστρέψει την παραγωγή, ούτε έκαψε τρακτέρ στις εθνικές οδούς. Τώρα που η επιλογή τους -κατά πως λένε οι ίδιοι- απεδείχθη ζημιογόνος προς τι η οργή;
Εφ’ όσον σ’ αυτή τη χώρα, σύμφωνα με τις επιταγές του αλησμόνητου Ανδρέα Παπανδρέου, δεν πρέπει να υπάρχει κανένας θεσμός, παρά μόνο ο λαός, αφού σύμφωνα με τις επιταγές του αλήστου μνήμης ΚΚΕ «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», φυσιολογικά πρέπει να συμπεράνουμε ότι νόμος πρέπει να είναι και το δίκιο του αγρότη και ότι δεν πρέπει να υπάρχει κανένας θεσμός παρά μόνο ο ροδακινοπαραγωγός.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 9.8.2005