Αυτή τη στιγμή μαίνεται ένας υπόγειος πόλεμος κατά των χρηστών πνευματικών έργων από αδηφάγες εταιρείες που προσπαθούν να βγάλουν από τη μύγα ξίγκι. Ποινικοποιούν κάθε χρήση πνευματικών έργων, σ’ αυτή τη φάση για να δώσουν το παράδειγμα κι αργότερα για να πληρώνονται.
Το 2005 ένας νεαρός disc jockey, που είχε το ψευδώνυμο «Dangermouse» είχε μια εκπληκτική ιδέα. Πήρε τη μουσική από το «White Album» των Beatles και τα φωνητικά από το «Black Album» του ράπερ Jay Z και δημιούργησε το «Gray Album». Εστειλε το παραχθέν μείγμα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε κάποιους φίλους του. Αυτοί, ενθουσιασμένοι από το αποτέλεσμα, το έστειλαν σε άλλους. Κάποιοι το ανέβασαν στο Διαδίκτυο και αυτή η μείξη έγινε το μεγαλύτερο hit του 2005. Δεν μπήκε ποτέ στα charts, επειδή δεν πουλιόταν. Απλώς, το 2005 όλοι άκουγαν «Dangermouse».
Οπως είναι φυσικό οι δικηγόροι των δισκογραφικών εταιρειών προσέφυγαν στα αμερικανικά δικαστήρια για παραβίαση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι δικαστές αποφάσισαν ότι υπήρξε μεν η παραβίαση, μόνο που κανένας (πλην ίσως των δικηγόρων που έκαναν τις μηνύσεις) δεν έβγαλε λεφτά από αυτή. Οπότε δεν μπορούσε να υπάρξει ποινή. Ο «Dangermouse» διατάχθηκε από το δικαστήριο να σταματήσει τη διακίνηση του άλμπουμ, αλλά το τζίνι είχε βγει από το μπουκάλι. Ενα από τα ωραιότερα hip-hop τραγούδια που φτιάχτηκαν ποτέ είχε γίνει δημόσιο κτήμα. Ολοι το είχαν ψηφιακά και ακόμη κι αν ήθελαν να σεβαστούν την δικαστική εντολή, δεν μπορούσαν να το επιστρέψουν. Αλλά και να μπορούσαν πού θα το επέστρεφαν; Στους Beatles ή στον Jay Z; Αλλά ακόμη κι αν αποφασιζόταν να επιστραφεί σε έναν από τους δύο, τι θα το έκαναν; Θα γέμιζαν απλώς email με μουσικά κομμάτια.
Η «μουσικοληψία» (music sampling) είναι ένας νέος πονοκέφαλος στο μέτωπο της πνευματικής ιδιοκτησίας. Το κάνουν συνήθως άτομα που δεν έχουν μουσική παιδεία (ράπερ, χιπ-χοπ τραγουδιστές, αλλά και απλοί χρήστες υπολογιστών), οι οποίοι παράγουν να τραγούδια από μικρά έως ελάχιστα τμήματα προηγούμενων τραγουδιών. Η τέχνη ξεκίνησε παλιά, όταν διάφοροι disc jockey «έπαιζαν» με τους δίσκους βινυλίου στα πλατό.
Με τη διάχυση όμως της ηλεκτρονικής τεχνολογίας οιοσδήποτε μπορούσε με ένα απλό υπολογιστή να «κουρελιάσει» τα τραγούδια, να πάρει μικρά μέρη από αυτά, να τα παραμορφώσει και μετά να αναμείξει με έναν εντελώς νέο τρόπο. Ασχέτως πώς κρίνει κάποιος το αποτέλεσμα (πολλοί το θεωρούν θόρυβο με ρυθμό) στην ουσία έχουμε την ανάδυση μιας νέας τέχνης, που είναι ένα όλο και πιο εκλεπτυσμένο ηχητικό κολάζ προηγούμενων ήχων. Μόνο που αυτή η τέχνη άρχισε να πνίγεται από διάφορα νομικά εμπόδια.
Οσο το ραπ και το χιπ-χοπ παρέμεναν υπόθεση των γκέτο λίγοι έδιναν σημασία. Οταν άρχισαν να έχουν μεγαλύτερη απήχηση οι μεσάζοντες των πνευματικών έργων είδαν την ευκαιρία να απομυζήσουν έσοδα από τη νέα αυτή τέχνη. Το 2005 οι NWA κυκλοφόρησαν ένα χιπ-χοπ τραγούδι με τίτλο «100 Miles and Runnin’» στο οποίο χρησιμοποιήθηκε ένα απόσπασμα 2 δευτερολέπτων με τρεις (3!) νότες από ένα προηγούμενο τραγούδι του George Clinton που είχε τον τίτλο «Get Off Your Ass and Jam». Αυτά τα δύο δευτερόλεπτα επαναλήφθηκαν πέντε φορές στο μπακ-ράουντ του νέου τραγουδιού. Η εταιρεία «Bridgeport» που έχει τα πνευματικά δικαιώματα του Clinton έκανε μήνυση για παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων.
Σε πρώτο βαθμό το δικαστήριο θεώρησε ότι η παραβίαση ήταν (κατά το νομικό δόγμα) de minimis: πολύ μικρή για να ασχοληθεί ο νόμος μ’ αυτή.
Το εφετείο όμως άλλαξε τα πράγματα για ολόκληρη τη μουσική βιομηχανία. Αποφάσισε ότι ακόμη και η ελάχιστη «μουσικοληψία» χρειάζεται προηγούμενη άδεια, και συνεπώς αμοιβή. Αυτή η απόφαση αυτομάτως έκανε παράνομους χιλιάδες καλλιτέχνες και «πειρατικά» εκατοντάδες χιλιάδες τραγούδια. Εκτός αυτού, η απόφαση είναι η νομική αγχόνη για όλο το hip-hop.
Οπως δήλωσε ο Greg Gillis (μηχανικός βιοτεχνολογίας την ημέρα και επιτυχημένος DJ με το ψευδώνυμο GirlTalk, τα βράδια) ακόμη κι αν μπορούσε κάποιος να πληρώσει για κάθε νότα που χρησιμοποιεί στα hip-hop τραγούδια, για να πάρει την άδεια απ’ όλους όσων τα «μουσικά κουρέλια» χρησιμοποιεί, θα χρειαζόταν δεκάδες χρόνια.
Αυτή τη στιγμή συνεχίζεται να παράγεται χιπ-χοπ και συνεχίζονται να υποβάλλονται μηνύσεις. Η δημιουργικότητα νέων ανθρώπων πνίγεται από την ασφυκτική νομική γραφειοκρατία. Σημείωση: στην υπόθεση της «κλοπής» των δύο δευτερολέπτων (Bridgeport v. Dimension Films) ο George Clinton, ο καλλιτέχνης που έγραψε τις τρεις επίμαχες νότες, δεν αναμείχθηκε καθόλου. Η ποινικοποίηση του ραπ έγινε μια εταιρεία που η μόνη σχέση της με τη μουσική, είναι να κάνει μηνύσεις σε άλλους μουσικούς..
Πολυεθνικές εναντίον νοικοκυράς!
Ενα οικιακό βίντεο 29 δευτερολέπτων ήταν η αφορμή για μια τεράστια νομική διαμάχη στις ΗΠΑ. Η Στέφανι Λεντζ βιντεοσκόπησε το 18 μηνών αγοράκι της να χορεύει με τις πιτζάμες υπό τους ήχους του δημοφιλούς τραγουδιστή Prince. Ανέβασε το βίντεο στο Youtube για να το δουν οι φίλοι της και να το μοιραστεί με τον κόσμο.
Είκοσι οκτώ (28) είδαν το συγκεκριμένο βίντεο μεταξύ αυτών και οι δικηγόροι της πολυεθνικής εταιρείας Universal Music που έχει τα δικαιώματα του Prince. Προσέφυγαν στο Youtube και το 29 δευτερολέπτων βίντεο κατέβηκε για παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων του καλλιτέχνη. Ποιος είπε ότι μόνο η εγχώρια ΑΕΙ παραλογίζεται και κυνηγά τους περιπτεράδες που ακούν τρανζίστορ; Αυτή τη στιγμή μαίνεται ένας υπόγειος πόλεμος κατά των χρηστών πνευματικών έργων από αδηφάγες εταιρείες που προσπαθούν να βγάλουν από τη μύγα ξίγκι. Ποινικοποιούν κάθε χρήση πνευματικών έργων, σ’ αυτή τη φάση για να δώσουν το παράδειγμα κι αργότερα για να πληρώνονται.
Κυρίως: πνίγουν κάθε απόπειρα δημιουργίας. Το 2004 ένας 31χρονος Τεξανός κινηματογραφιστής, ονόματι Jonathan Caouette, έκανε την έκπληξη στις Κάννες. Εχοντας μια κάμερα μόνο, έκανε την προσωπική του ιστορία ένα συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ. Το «Tarnation» περιέγραφε το δράμα της ψυχικά ασθενούς μητέρας του, τις ταλαιπωρίες της από το ιατρικό σύστημα, την αποξένωσή της από την κοινωνία. Οταν το έργο παρουσιάστηκε στις Κάννες, οι θεατές όρθιοι το χειροκροτούσαν.
Αυτή δεν ήταν η μόνη έκπληξη. Το ντοκιμαντέρ των 88 λεπτών ήταν μια προσωπική παραγωγή του Caouette. Ο ίδιος κινηματογραφούσε επί πολλά έτη, έκανε το μοντάζ και την παραγωγή. Ολόκληρη η παραγωγή του κόστισε μόλις 218 δολάρια!
Οταν, όμως, το παρουσίασε αναγκάστηκε να πληρώσει πνευματικά δικαιώματα για τα μουσικά κομμάτια που ακουγόταν στο φιλμ. Το «κουστούμι» που του επιδαψίλευσαν οι εταιρείες έφτασε τις 400.000 δολάρια! Ενα φιλμ που παρήχθη με πολύ κόπο και 218 δολάρια, έφτασε τελικά να κοστίζει 400.218 δολάρια. Ποιος πιτσιρικάς ή εκτός εταιρειών δημιουργός θα επιχειρήσει να κάνει κάτι ανάλογο;
Info
– Ronald V. Bettig και Herbert I. Schiller, «Copyrighting Culture: The Political Economy of Intellectual Property», εκδ. Westview Press.
– Lawrence Lessig, «Free Culture: How Big Media Uses Technology and the Law to Lock Down Culture and Control Creativity», εκδ. Penguin. Διατίθεται και δωρεάν για μη εμπορική χρήση από το www.lessig.org
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 6.4.2008