Πολλάκις το πολιτικό κόστος διογκώνεται τεχνητά από το μιντιακό σύστημα. Οχι μόνο για τους γνωστούς λόγους, αλλά για την εντυπωσιοθηρία.
Eίναι ενδιαφέρουσα η πρόταση των ξένων ειδικών που μετέφερε την Κυριακή με το άρθρο του ο κ. Αλέξης Παπαχελάς («Καθημερινή» 17.5.2009). Πραγματικά: στο δαιδαλώδες ελληνικό κράτος δεν αρκεί πλέον το παραδοσιακό μπλοκάκι του κ. Σημίτη. Χρειάζεται ένα ισχυρό γραφείο πρωθυπουργού που θα παρακολουθεί την εξέλιξη του κυβερνητικού έργου, θα επιλύει τις συναρμοδιότητες, θα βλέπει και θα προβλέπει τις καθυστερήσεις ή/και τις δυσαρμονίες και γενικώς θα προσπαθεί να συντονίσει το επιτελείο του κράτους για να παραχθεί έργο.
Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι στην Ελλάδα ακόμη και αυτή η μεταρρύθμιση στη διοικητική δομή του κράτους δεν είναι εύκολη υπόθεση. Μέχρι να εμπεδωθεί, θα υπάρξουν τριβές (από αυτές που λατρεύουν και διογκώνουν τα ΜΜΕ), θα υπάρχουν διαφορές αντιλήψεων που πρέπει να γεφυρωθούν και κυρίως θα υπάρξουν οι υπουργοί με το υπερδιογκωμένο «εγώ» και τη νεοελληνική μαγκιά «ξέρεις ρε ποιος είμαι εγώ και πόσα πρόσφερα στο κόμμα;».
Εκ των πραγμάτων ένα τέτοιο γραφείο θα πρέπει να απαρτίζεται από τεχνοκράτες χωρίς άμεση λαϊκή εντολή, οι οποίοι θα πρέπει να σηκώνουν το τηλέφωνο και να επισημαίνουν στους υπουργούς (ή στα στελέχη των υπουργών) τις πιθανές καθυστερήσεις στο έργο τους. Οι τεχνοκράτες αυτοί θα νοιάζονται για αποτελέσματα, ενώ οι υπουργοί για ψήφους. Οι πρώτοι θα έχουν διαγράμματα και δείκτες, ενώ οι δεύτεροι τον κομματάρχη από την Ανω Ραχούλα που θα τους ψιθυρίζει διάφορα και οι υπουργοί θα νομίζουν ότι «αφουγκράζονται την κοινωνία».
Βέβαια, για να πούμε και των υπουργών το δίκιο, μια σωστή διακυβέρνηση χρειάζεται και την τεχνοκρατική και την πολιτική λογική. Αλλά μέχρι η μία να μπολιάσει την άλλη, χρειάζεται χρόνο και κυρίως χρειάζεται τριβές. Από αυτές που συστηματικά ποινικοποιούν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι ότι τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις είναι η χαρά των παραθυρόβιων. Φυσιολογικές διαφωνίες ακόμη και κυβερνητικών στελεχών διογκώνονται και ουδείς ασχολείται με τις προτάσεις καθαυτές που συγκρούονται, δηλαδή κανείς δεν ασχολείται με την πολιτική. Ολοι ανατέμνουν τη διαδικασία της διαφωνίας, το «σου ‘πα μου ‘πες» της πολιτικής. Αυτό αφ’ ενός κάνει τους πολίτες να αποστρέφονται την πολιτική (εμφανίζεται στα μάτια τους σαν ένας ατέρμονος σκυλοκαβγάς χωρίς διακριτό διακύβευμα) και αφ’ ετέρου κάνει διστακτικούς τους πολιτικούς είτε να καταθέσουν προτάσεις είτε να διαφωνήσουν επί κατατεθειμένων απόψεων. Αυτή η κατ’ ουσίαν ποινικοποίηση του διαλόγου σκοτώνει την πολιτική, γιατί η πολιτική είναι προτάσεις και διαφωνίες επί των προτάσεων.
Εκεί βρίσκεται κι ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα των μεταρρυθμίσεων, πρόβλημα που ελάχιστα συζητείται. Δηλαδή, δεν φταίνε μόνον οι «κακοί πολιτικοί», οι οποίοι (σύμφωνα με την εύκολη εξήγηση) «σκέφτονται το πολιτικό κόστος και δεν προχωρούν σε μεταρρυθμίσεις». Για να πούμε και το δικό τους δίκιο, είναι μέρος της δουλειάς τους να σκέφτονται το πολιτικό κόστος. Οι πολιτικοί δεν είναι ξεκομμένοι από το εκλογικό τους σώμα. Αντιθέτως, το εκπροσωπούν· λειτουργούν στο όνομά του. Δεν μπορούν να ενεργούν εσαεί ενάντια στη θέλησή του. Oχι γιατί δεν θα επανεκλεγούν, αλλά γιατί θα λειτουργούν αντιδημοκρατικά. Στο καλύτερο πολίτευμα που έχουμε μέχρι σήμερα ανακαλύψει, ο λαός αποφασίζει διά των αντιπροσώπων του και οι τελευταίοι δεν μπορούν να λειτουργούν ενάντια στη θέληση των εντολοδόχων του.
Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι πολλάκις το πολιτικό κόστος διογκώνεται τεχνητά από το μιντιακό σύστημα. Οχι μόνο για τους γνωστούς λόγους, αλλά για την εντυπωσιοθηρία. Η υπερπροβολή των ανούσιων καβγάδων και η παρουσίαση ουσιαστικών διαφωνιών ως «ρήγματα», «αιχμές», «ανταρσίες» «τριβές» κ. λπ. είναι πρακτικές που προσθέτουν επιπλέον εμπόδια στην πορεία των μεταρρυθμίσεων. Οι προτάσεις δεν συζητούνται στο βάθος που χρειάζεται ούτε και από όσους πρέπει, διότι επικρέμαται η ρομφαία του τηλεοπτικού εισαγγελέα, που ψάχνει τις δηλώσεις λέξη-λέξη για να ανακαλύψει την «αιχμή» που θα τροφοδοτήσει το κουβεντολόι των οκτώ. Ετσι, η ασφαλέστερη οδός μοιάζει εκείνη της αδράνειας, μόνο που, όπως αποδείχθηκε τα τελευταία πέντε χρόνια, δεν πάει μακριά…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 24.5.2009