Η μη δημοσιοποίηση των ονομάτων κατηγορούμενων, προστατεύει περισσότερο τις διωκτικές αρχές παρά τους κατηγορούμενους.
Τελικά στην ιστορία των παρανόμως απαλλαγέντων από τη στράτευση, ένα είναι σίγουρο: θα γραφτούν τόσα κείμενα κατά της προστασίας των προσωπικών τους δεδομένων, όσα ακριβώς γράφτηκαν κατά το παρελθόν υπέρ της προστασίας των στοιχείων άλλων κατηγορουμένων.
Αυτό πιθανώς έχει να κάνει με το στάτους των κατηγορουμένων. Υποψιαζόμαστε ότι είναι επιτυχημένοι στον τομέα τους -ένα θανάσιμο γι’ αυτή τη χώρα αμάρτημα- και η επιτυχία προκαλεί φόβο: αφού κάποιοι κατάφεραν να επιτύχουν σε μια χώρα που το νομικό, κοινωνικό και πολιτικό σύστημα αποτρέπει την επιτυχία, είναι ικανοί για όλα. Ακόμη και να αποφύγουν τη στράτευση.
Ας δούμε, όμως τα δεδομένα του ζητήματος μπας και ξεδιαλύνουμε το νέο κουβάρι, που εμείς φτιάξαμε με πρώτη ύλη τα διαβόητα προσωπικά δεδομένα. Υπάρχουν από τη μεταπολίτευση και μετά περί τους 80.000 πολίτες που δεν στρατεύθηκαν για ιατρικούς λόγους. Αυτοί απηλλάγησαν με διοικητικές πράξεις και αν υπολογίσουμε μόνο το αίτημα της διαφάνειας των κρατικών πεπραγμένων, τα ονόματά τους θα έπρεπε να δημοσιοποιηθούν. Από τη στιγμή, όμως, που έχουμε να κάνουμε με ασθένειες, πρέπει να συνυπολογισθεί και το ισχυρότερο σ’ αυτήν την περίπτωση, δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή. Αρα, ορθώς η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και το Συμβούλιο της Επικρατείας απαγόρευσε στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας να δημοσιοποιήσει όλα τα ονόματα των (νομίμως ή παρανόμως) απαλλαχθέντων.
Τώρα, για κάποιους από αυτούς υπάρχουν υποψίες ότι αδίκως ή και παρανόμως απηλλάγησαν. Και αυτών τα ονόματα δεν πρέπει να δημοσιοποιηθούν. Οι υποψίες, από μόνες τους ?άσχετα αν τελικώς επιβεβαιωθούν? δεν βαρύνουν τόσο ώστε να παραμερίσουν το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων.
Από τη στιγμή, όμως, που αυτές οι υποψίες στοιχειοθετηθούν σε κατηγορία και παραπεμφθούν στη δικαιοσύνη τότε αρχίζει το δικαίωμα στη δημοσιότητα. Αυτό δεν έχει να κάνει με το ποιος είναι ο κατηγορούμενος, αλλά με τι κάνει ο κατήγορος ? ο οποίος σημειωτέον είναι υπάλληλός μας. Το δικαίωμα ελέγχου της διωκτικής αρχής σ’ ένα τόσο σοβαρό ζήτημα (κάθε δίωξη που πιθανώς θα έχει ως αποτέλεσμα τη στέρηση ελευθερίας κάποιου ατόμου είναι κορυφαίο θέμα) υπερβαίνει το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής ενός κατηγορούμενου. Ετσι κι αλλιώς η δίωξή του δεν είναι ιδιωτική υπόθεση, γίνεται δημόσια. Σκεφθείτε μόνο τι θα γινόταν αν στην εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη» μαθαίναμε μόνο ότι κατηγορούνται οι Σ.Ξ., Χ.Ξ., Δ.Κ. κ.λπ. Μια τέτοια πρακτική θα επέτρεπε στις διωκτικές αρχές να τυλίξουν σε μια κόλλα και κάποιον Π.Μ. είτε επειδή έχουν προηγούμενα μαζί του, είτε γιατί πιστεύουν ότι είναι μέλος, αλλά «ρε παιδάκι μου, δεν μπορούμε να στοιχειοθετήσουμε τώρα κατηγορία!» Από τη στιγμή που ξεκινά μια δικαστική διαδικασία, αυτή πρέπει να είναι δημόσια και στα ονόματα των κατηγορουμένων.
Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που κάποιος κατηγορηθεί άδικα και στο τέλος αθωωθεί; Δεν στιγματίζεται εφ’ όρου ζωής; Υπάρχει αυτός ο κίνδυνος, αλλά είναι υπερτιμημένος. Αν κατηγορηθεί ο άγνωστος Χ. Παπαξερδόπουλος, πραγματικά ουδείς θα μάθει ότι αθωώθηκε, αλλά και κανείς δεν θα θυμάται ότι κατηγορήθηκε. Αν αθωωθεί, επί παραδείγματι, ο Δ. Κουφοντίνας όλοι θα το μάθουν. Οσο μεγάλη είδηση γίνεται η κατηγορία κάποιου, τόσο φουσκώνει ειδησεογραφικά και η αθώωσή του.
Κατά ένα περίεργο τρόπο η μη δημοσιοποίηση των ονομάτων κατηγορούμενων προστατεύει περισσότερο τις διωκτικές αρχές παρά τους κατηγορούμενους. Τις προστατεύει από τον κοινωνικό έλεγχο που πρέπει να γίνεται σε ό,τι αφορά το έργο τους. Και φυσικά τις προστατεύει από τον στιγματισμό τους, όταν κάνουν επιπόλαιη δουλειά.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 24.1.2007