Δηλαδή, για να ‘χουμε και το καλό ρώτημα: τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δεν είναι ανταγωνιστικές; Να τις βραβεύσουμε; Η πρώτη διακυβέρνηση ΠΑΣΟΚ θα τις εθνικοποιούσε μαζί με τα χρέη τους. Η δεύτερη θα τις επιδοτούσε για να παράγουν περισσότερα χρέη. Μια σοβαρή κυβέρνηση τι πρέπει να πράξει; Βασικά να μην αναμιχθεί, όπως δεν θα έπρεπε να αναμειγνύεται όταν αυτές οι επιχειρήσεις πήγαιναν καλά και είχαν κέρδη. Τι περισσότερο λοιπόν από το αυτονόητο είπε ο διοικητής της Εθνικής κ. Τάκη Αράπογλου κι όλοι θεώρησαν υποχρέωσή τους να τον κατασπαράξουν;
Δεύτερο παράδειγμα. Σε όλες τις χώρες του κόσμου ισχύει ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης. Δεν συζητούν αν είναι δίκαιος ή άδικος, απλώς τον θεωρούν αυτονόητο όσο και το νόμο της βαρύτητας. Ο νόμος αυτός είναι απλός. Όσο αυξάνει η τιμή ενός προϊόντος μειώνεται η ζήτησή του και αντίστροφα. Είναι και χρήσιμος: επιτρέπει στις οικονομίες να αναπροσαρμόζονται ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν.
Μόνο στην Ελλάδα αυτός ο νόμος έχει επικηρυχθεί. Δεν ισχύει ή δεν θέλουμε να ισχύει. Όπως οι ιεροεξεταστές του ύστερου μεσαίωνα βάφτισαν το τηλεσκόπιο όργανο του διαβόλου και δεν το συμβουλεύτηκαν ποτέ για να ξεφύγουν από τη βολή της γεωκεντρικής θεωρίας, έτσι και οι Έλληνες θεωρούν εξίσου διαβολική την αγορά. Σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες η αγορά είναι ένας μηχανισμός με τον οποίο κάποια λίγα αόρατα συμφέροντα κλέβουν τους πολλούς που βλέπουμε -κυρίως στα πρωινάδικα και δευτερευόντως στα δελτία ειδήσεων.
Δηλαδή, τι περισσότερο από το αυτονόητο εκστόμισε προ ημερών ο υφυπουργός Οικονομικών κ. Πέτρος Δούκας, από το ότι «όσο ανεβαίνει η τιμή του πετρελαίου τόσο θα μειώνεται η ζήτηση»; Και τι ακριβώς ζητούν οι σοσιαλιστικοί κάλαμοι των εφημερίδων, όταν βαρύγδουπα αποφαίνονται «η κυβέρνηση οφείλει να βρει άλλες λύσεις για το πρόβλημα του πετρελαίου»; Να κατακτήσουμε, ίσως τη Σαουδική Αραβία για να μας έρχεται φθηνά το μαζούτ;
Στην Ελλάδα τα αυτονόητα είναι μονίμως υπό διωγμόν. Από την εποχή του νεομακεδονικού όταν η πρόταση της σύνθετης ονομασίας ήταν περίπου εσχάτη προδοσία, μέχρι τώρα που ο κ. Δούκας αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί ψιθυρίζοντας «κι όμως, ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης ισχύει», ο λαϊκισμός μας απαγορεύει να δούμε κατάματα την υπάρχουσα κατάσταση. Χειρότερα: δεν μας επιτρέπει να προσαρμοστούμε σε νέες συνθήκες με αποτέλεσμα να τρώμε διαρκώς τα μούτρα μας.
Η άρνηση του αυτονόητου είναι κανόνας στα αποκαλούμενα «εθνικά θέματα». Εκεί τα απλά δεν έχουν καμιά τύχη. Όλα τα σφάζουμε, όλα τα μαχαιρώνουμε με περίτεχνες θεωρίες συνομωσίας. Είτε αυτές αφορούν τα αλήστου μνήμης «μουσουλμανικά τόξα», είτε Ποντίους που θα διαμελίσουν την Τουρκία. Φυσικά δεν είναι ευτύχημα για το εθνικό μας γόητρο η αναγνώριση της «ΠΓΔΜίας» με το συνταγματικό της όνομα από τις ΗΠΑ, αλλά μερικοί φέρονται σα να έχει χαθεί η Θεσσαλονίκη. Προβάλουν εφιάλτες από το παρελθόν στο μέλλον, ότι θα μας απειλήσει μια χώρα η οποία δεν ξέρουμε αν αύριο θα υπάρχει στο χάρτη. Έτσι αντί να ανησυχούμε για τα πιθανά σενάρια αναταραχής ή διάλυσης της αβάπτισης καθ ημάς Δημοκρατίας, κάποιοι ανησυχούν φωναχτά για απίθανες …εισβολές από το Βορρά.
Παραφράζοντας τον Σάμιουελ Κόλριτζ θα μπορούσαμε να πούμε ότι το αυτονόητο είναι τόσο σπάνιο όσο το μεγαλοφυές. Αυτό ισχύει σε όλο τον κόσμο. Αλλά πολύ περισσότερο στην Ελλάδα…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 8.11.2004