Το πρόβλημα που πρέπει να μας απασχολεί είναι αν η εκπαίδευση μπορεί να γίνει όχημα κοινωνικής κινητικότητας. Όχι από πάνω προς τα κάτω, αλλά απο κάτω προς τα πάνω…
Ενα φάντασμα πλανάται πάνω από την παιδεία. Το φάντασμα των «πλούσιων φοιτητών». Αν προσέξουμε τη ρητορική όσων αντιτίθενται σε κάθε μέτρο απελευθέρωσης της παιδείας θα διακρίνουμε ένα άγχος. Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι σε ένα λιγότερο συγκεντρωτικό σύστημα παιδείας οι βλαστοί των εχόντων και κατεχόντων θα έχουν καλύτερες ευκαιρίες εκπαίδευσης από τα τέκνα των πληβείων.
Αυτή είναι η λογική πίσω από την αντίδραση στην ίδρυση ιδιωτικών ή έστω μη κρατικών πανεπιστημίων, αυτή είναι η λογική πίσω και από την αυτονόμηση των ΑΕΙ: σε ένα σύστημα που δεν υπάρχουν οι αυστηροί κεντρικά προσδιορισμένοι κανόνες, ένα ίδρυμα μπορεί να κάνει τα στραβά μάτια για την είσοδο ενός βλαστού κάποιου μεγαλοεπιχειρηματία.
Ο φόβος είναι βάσιμος και άχρηστος αντάμα.
Πραγματικά: ακόμη και στα καλύτερα πανεπιστήμια της αλλοδαπής, αυτά που θαυμάζουμε για το έργο τους, οι βλαστοί της αστικής τάξης -ειδικά τα παιδιά εκείνων που συνεισφέρουν μεγάλα ποσά για τη λειτουργία των ΑΕΙ (π.χ. χρηματοδοτούν μια έδρα)- έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες εισόδου από τα τέκνα της εργατικής τάξης. Οι τελευταίοι, πρέπει να προσπαθήσουν περισσότερο.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι ελέγχοντας δρακόντεια μην τυχόν και έχουν καλύτερες ευκαιρίες οι (εκ των πραγμάτων λίγοι) βλαστοί των κατεχόντων ξεχνάμε τις ανάγκες των πολλών μη εχόντων.
Διατηρούμε ένα ασφυκτικά γραφειοκρατικό σύστημα που δεν προσφέρει παιδεία σε κανένα. Ούτε στους λίγους «πλούσιους», ούτε στους πολλούς «φτωχούς».
Ετσι κι αλλιώς είτε διατηρήσουμε το σοβιετικό σύστημα παιδείας που έχουμε, είτε το αλλάξουμε, οι βλαστοί της αστικής τάξης θα έχουν περισσότερες ευκαιρίες παιδείας. Οταν δεν μπορούν να τις βρουν εδώ φεύγουν στο εξωτερικό. Και οι γονείς τους, αντί να χρηματοδοτούν τα ελληνικά πανεπιστήμια χρηματοδοτούν τα ξένα. Η δογματική προσήλωση στην ισότητα των πάνω με τους κάτω, οδηγεί στην «ισότητα του πάτου».
Δεν πρέπει λοιπόν να πονοκεφαλιάζουμε για τους λίγους, οι οποίοι (έστω κληρονομικώς) έχουν περισσότερες ευκαιρίες, αλλά για τους πολλούς οι οποίοι (επίσης κληρονομικώς) έχουν ελάχιστες ευκαιρίες. Αντί να ασχολούμαστε πώς θα περικόψουμε τα προνόμια των πάνω, να κοιτάξουμε πώς θα δημιουργήσουμε ευκαιρίες για τους κάτω.
Το πρόβλημα που πρέπει να μας απασχολεί είναι αν η παιδεία μπορεί να γίνει όχημα κοινωνικής κινητικότητας.
Μιλώντας με όρους του περασμένου αιώνα (ώστε να γίνει κατανοητό το επιχείρημα και από την Αριστερά) δεν πρέπει να μας απασχολεί πρώτα αν ο γιος του τσιφλικά θα παραμείνει στην τάξη του. Αυτό που πρέπει να μας αφορά είναι αν το παιδί του κολίγου -έστω προσπαθώντας περισσότερο από το παιδί του τσιφλικά- μπορεί να ξεφύγει από την ταξική του μοίρα, αν μπορεί να γίνει κάτι περισσότερο από τους γονείς του.
Δυστυχώς, αυτός ο στόχος θόλωσε από τις ιδεολογικές αγκυλώσεις της Αριστεράς, η οποία κανοναρχεί ιδεολογικά τον τόπο. Μιας Αριστεράς που κάποτε προσδιοριζόταν από τη μέριμνά της για τους φτωχούς, ενώ τώρα προσδιορίζεται από το γινάτι της για τους πλουσίους. Μιας Αριστεράς στην οποία δεν κυριαρχεί η αγάπη για τον σοσιαλισμό, αλλά το μίσος της για τον καπιταλισμό.
Μια δημοκρατική παιδεία, λοιπόν, πρέπει να έχει πρώτο στόχο να φέρει τα «κάτω», «πάνω» στην κοινωνία.
Τη σοβιετικού τύπου παιδεία που φτιάξαμε το μόνο που την απασχολεί είναι το πώς θα έρθουν τα «πάνω», «κάτω». Με αποτέλεσμα τα «πάνω» να φεύγουν για το εξωτερικό και τα «κάτω» να βυθίζονται ακόμη περισσότερο στο τέλμα…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 14.7.2006