Η εφαρμογή των νόμων μιας δημοκρατικής κοινωνίας εξαρτάται από τα κέφια κάθε κοινότητας;
Εχουν ενδιαφέρον όσα μας είπε χθες ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Αλκης Ρήγος. Οχι μόνο γιατί είναι πανεπιστημιακός δάσκαλος, και συνεπώς τέτοια γράμματα μαθαίνει στα παιδιά, αλλά γιατί έχει ένα κοινό για την ελληνική κοινωνία σκεπτικό: ότι οι νόμοι εφαρμόζονται κατά το δοκούν. Αν μας αρέσουν έχει καλώς. Αν δεν μας αρέσουν, όπως γράφει ο ίδιος, «υπερβαίνουμε τις τυπικές διαδικασίες στο όνομα μιας ευρύτερης αίσθησης δικαίου και δημοκρατικής νομιμότητας» («Καθημερινή», 6.12.2007).
Να θυμίσουμε ότι προχθές οι φοιτητές του Παντείου Πανεπιστημίου έκαναν πράξη την έκκληση της κ. Αλέκας Παπαρήγα, να ακυρώσουν στην πράξη την εφαρμογή του νόμου-πλαισίου για τα ΑΕΙ. Οχι διά της νόμιμης διαδικασίας, που είναι η προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, αλλά διά του «επαναστατικού τσαμπουκά». Οι φοιτητές των αριστερών παρατάξεων έκλεψαν την κάλπη και την έκαψαν.
Η πράξη καθαυτή κατά τον κ. Ρήγο ανήκει στο τυπικόν της συζήτησης. Το ουσιαστικό είναι ότι «όλες οι φοιτητικές παρατάξεις κατά καιρούς έχουν υπερβεί με πράξεις τους τις τυπικές διαδικασίες στο όνομα μιας ευρύτερης αίσθησης δικαίου και δημοκρατικής νομιμότητας».
Ας μη μας εκπλήσσει αυτή η απόφανση και θα είναι υποκριτικό να φρικιούν κάποιοι, διότι οι πανεπιστημιακοί πιστεύουν ότι οι δημοκρατικά ψηφισμένοι νόμοι σε μια δημοκρατικά εκλεγμένη Βουλή υπόκεινται σε μιαν ευρύτερη «αίσθηση δικαίου και δημοκρατικής νομιμότητας». Το ίδιο ακούμε σε κάθε διαδήλωση: «Νόμος (δηλαδή, η τυπική διαδικασία) είναι το δίκιο (η ευρύτερη, κατά Ρήγο, αίσθηση δικαίου) του εργάτη». Με την ίδια λογική οι κάτοικοι των Ζωνιανών «υπερέβαιναν τις τυπικές διαδικασίες» των αστυνομικών ελέγχων «στο όνομα μιας ευρύτερης αίσθησης (κρητικού αυτή τη φορά) δικαίου».
Με την ίδια ευρύτερη αίσθηση δικαίου, ο υπουργός Δικαιοσύνης και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου υπερέβησαν την τυπική διαδικασία της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και άρχισαν να λειτουργούν τις κάμερες.
Γενικώς, στην Ελλάδα, νόμους και κανόνες τους θεωρούμε τυπικές διαδικασίες, που εφαρμόζονται όταν δεν υπάρχει μια διαφορετική «αίσθηση δικαίου». Ρωτήστε κάποιον γιατί στάθμευσε παράνομα το όχημά του: «Μα, πού να παρκάρω;» είναι η απάντηση. Η ευρύτερη αίσθηση του δικαιώματος να παρκάρει, υπερβαίνει την τυπική διαδικασία απαγόρευσης στάθμευσης.
Το κυριότερο πρόβλημα που προβάλλει με την τοποθέτησή του ο κ. Ρήγος, δεν είναι αυτή η επισήμανση περί ανομίας της ελληνικής κοινωνία. Βρίσκεται στην ακροτελεύτια παράγραφο του κειμένου του: Η πανεπιστημιακή κοινότητα, γράφει, «ήταν, είναι -και αγωνιζόμαστε να παραμείνει- ένας δημόσιος θεσμός μιας κοινότητας ενηλίκων πολιτών που δρα ως καθρέφτης και καταλύτης ευρύτερων πολιτισμικών διεργασιών». Κι εκεί βρίσκεται το πρόβλημα. Αν «ο καταλύτης των ευρύτερων πολιτισμικών διεργασιών» νομιμοποιεί την ανομία στο όνομα μιας απροσδιόριστης «αίσθησης δικαίου», τότε αυτή η κοινωνία δεν έχει κανένα μέλλον. Οι πολίτες της θητεύουν στα θρανία της ανομίας εξ απαλών ονύχων. Μαθαίνουν ότι η εφαρμογή των νόμων μιας δημοκρατικής κοινωνίας εξαρτάται από τα κέφια κάθε κοινότητας. Είτε αυτή είναι πανεπιστημιακή είτε του Μυλοποτάμου.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 7.12.2007