Την ακρίβεια δεν τη δημιουργεί ο ανταγωνισμός που η κυβέρνηση επιχειρεί να περιορίσει, αλλά η έλλειψή του.
Για παράδειγμα: Ολες οι μελέτες βοούν ότι τα κλειστά επαγγέλματα προσθέτουν κόστος στην αγορά. Σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ, μόνο τα δημόσιας χρήσης φορτηγά και βυτιοφόρα αυτοκίνητα επιβαρύνουν κατά 0,2-0,3% τον δείκτη τιμών καταναλωτή. Κι αυτό σε φυσιολογικές οικονομικές περιόδους, όταν δηλαδή το πετρέλαιο δεν καλπάζει.
Από το 2006 το ΠΑΣΟΚ παρουσίασε ένα κατάλογο συγκέντρωσης της αγοράς, σύμφωνα με τον οποίο 2-3 εταιρείες ελέγχουν το 60-100% της παραγωγής και διακίνησης βασικών καταναλωτικών αγαθών. Αυτό αποτελεί θερμοκήπιο για συμπεφωνημένες πρακτικές. Δεν ίδρωσε το αυτί κανενός, με αποτέλεσμα ίδια προϊόντα να πωλούνται στην ελληνική αγορά πολύ ακριβότερα απ’ ό,τι στη γερμανική ή τη γαλλική.
Χρόνια το κόστος χρήματος είναι υψηλότερο στην Ελλάδα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Η διαφορά επιτοκίου χορηγήσεων και καταθέσεων είναι διπλάσια από αυτή της Ευρωζώνης.
Ακόμη και η μη φορολόγηση των αγροτών προσθέτει στοιχεία ανορθολογισμού και αθέμιτων συναλλαγών στο σύστημα. Εκτός του γεγονότος ότι τα τιμολόγια των μεσαζόντων μαγειρεύονται περίεργα, έχουμε τον πρωτογενή τομέα της οικονομίας μη επιχειρηματικά διαρθρωμένο. Αυτό δεν αυξάνει απλώς τις τιμές των προϊόντων στην αγορά, μειώνει τα έσοδα των αγροτών και κυρίως δεν επιβάλλεται η ορθολογική οργάνωση και της παραγωγής και της διακίνησης. Είναι διαφορετικό να υπάρχουν βιβλία εσόδων-εξόδων στις αγροτικές επιχειρήσεις και διαφορετικό να λειτουργεί όλος ο αγροτικός τομέας με «τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι». Η φορολόγησή τους, έστω με χαμηλότερους συντελεστές, θα ανάγκαζε τους αγροτοεπιχειρηματίες να συμπτύξουν συνεταιρισμούς, να ελέγχουν το κόστος, τις τιμές πώλησης, να γίνουν ανταγωνιστικοί. Με άλλα λόγια, θα ενέτασσε τον αγροτικό τομέα στη σύγχρονη οικονομία.
Να συμφωνήσουμε ότι ελλείψει καταναλωτικής συνείδησης και υπερβάλλουσας (λόγω της παραοικονομίας) ρευστότητας τόσα χρόνια εμείς οι ίδιοι στηρίξαμε τις αθέμιτες πρακτικές στην αγορά, με αποτέλεσμα όλες οι κυβερνήσεις να μη χολοσκάνε και πολύ για το γεγονός ότι το γάλα πωλείται στην μικρή Ελλάδα σε διπλάσια τιμή από την κραταιά σε εισοδήματα Γερμανία. Μόνο που τα θαύματα (ακόμη και τα ελληνικά) κρατούν τρεις μέρες. Οι παθογένειες της οικονομίας εκδικούνται περισσότερο σε περιόδους επιβράδυνσης. Τα προηγούμενα χρόνια απλώς χάναμε ευκαιρίες. Τώρα αρχίζουν και οι εισοδηματικές απώλειες, τις οποίες η κυβέρνηση με σπασμωδικά μέτρα επιχειρεί να εμποδίσει. Μόνο που λύνει λάθος πρόβλημα. Την ακρίβεια δεν τη δημιουργεί ο ανταγωνισμός που επιχειρεί να περιορίσει, αλλά η έλλειψή του.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 27.5.2008