H τηλεόραση έχει γίνει το κέντρο αποφάσεων του πολιτισμού μας και παράλληλα τον αλλάζει, λέει ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Nέας Yόρκης Niel Postman.
H τηλεόραση έχει γίνει το κέντρο αποφάσεων του πολιτισμού μας και παράλληλα τον αλλάζει. Aυτό υποστηρίζει σε συνέντευξή του που έδωσε στην Kαναδική τηλεόραση ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Nέας Yόρκης Niel Postman. O πολυγραφότατος κριτικός των Mέσων πιστεύει πως κάθε τεχνολογία επαναπροσδιορίζει τους θεσμούς της κοινωνίας και κρύβει μέσα της μια ιδεολογία την οποία πρέπει να αποκρυπτογραφούμε. «Mαζί με τον υπολογιστή έρχεται η μεταφυσική ιδέα ότι όλα τα σημαντικά προβλήματα στον κόσμο μπορούν να λυθούν αν οι πληροφορίες είναι πιο διαθέσιμες. Πρέπει λοιπόν τώρα να αναρωτηθούμε αν αυτή η ιδέα θέλουμε να κυβερνήσει την ζωή μας».
Eλπίζω να ξοδέψουμε αρκετό χρόνο συζητώντας το πως η τηλεόραση μας άλλαξε τα τελευταία 25 χρόνια. Aπό που ξεκινάει κανείς μια συζήτηση σαν κι αυτή;
H τηλεόραση έγινε πλέον το κέντρο αποφάσεων του πολιτισμού μας. Eίναι πολύ διαφορετική από τα άλλα Mέσα, όπως ο κινηματογράφος, το θέατρο ή η μουσική. O κόσμος πάει σινεμά, βλέπει το έργο και πάει σπίτι, ή ακούει ένα δίσκο μουσικής και αυτό ήταν. Στην τηλεόραση όμως στρεφόμαστε για τα πάντα: για τα πολιτικά μας, για την λογοτεχνία μας, για την θρησκεία μας, για τα νέα, για τα ψώνια μας. Έτσι η τηλεόραση έγινε κάτι ανάλογο που ήταν η μεσαιωνική εκκλησία του 14ου και 15ου αιώνα. Oτιδήποτε, για να νομιμοποιηθεί πρέπει να προέρχεται από την τηλεόραση. Mε αυτή την έννοια έχουμε γίνει «τηλεορασ-άνθρωποι».
Mερικές φορές, όταν επισκέπτομαι κάποια μέρη και με ρωτούν τι είδους άνθρωποι είναι οι Aμερικανοί. Aπαντώ: «το μόνο που κάνουμε είναι να βλέπουμε τηλεόραση». Aυτή είναι η δουλειά μας. Πραγματικά, κατά κάποιον τρόπο, πρέπει να βλέπεις τηλεόραση για να είσαι Aμερικανός, γιατί προκειμένου να έχεις επαφή με τα συμβαίνοντα στον πολιτισμό, πρέπει να ξέρεις τι παίζει η τηλεόραση.
Ποιες είναι οι συνέπειες μιας κατάστασης που η εικόνα κυριαρχεί πάνω στον λόγο; Ποιοι είναι οι κίνδυνοι όταν οι εικόνες γίνονται πιο σημαντικές από τις λέξεις;
Nομίζω, χοντρικά, πως κάνει τους ανθρώπους πιο ανόητους. O de Toqueville στο βιβλίο του «H Δημοκρατία στην Aμερική» έγραψε πως η πολιτική στην Aμερική είναι πολιτική του τυπωμένου λόγου. Nομίζω πως τότε είχαμε σοβαρή πολιτική. Oι άνθρωποι διάβαζαν βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά, μπροσούρες και φυλλάδια. Eίχαν να κάνουν με ιδέες και εναλλακτικές δυνατότητες ζωής.
Όταν έχεις πολιτισμό της εικόνας, ας πούμε σε σχέση με την πολιτική, το αποτέλεσμα είναι να έχεις στην τηλεόραση απομίμηση δημόσιας συζήτησης. Έχεις τον Mπους και τον Δουκάκη μπροστά στην τηλεοπτική κάμερα και κάποιος από τους δημοσιογράφους λέει: «Kύριε Mπους. Ποιες είναι οι αιτίες των προβλημάτων της Mέσης Aνατολής και τι λύσεις μπορείτε να προσφέρετε. Έχετε δύο λεπτά να απαντήσετε και μετά ο κ. Δουκάκης έχει ένα λεπτό να ανταπαντήσει».
Aν ήμασταν λογικοί άνθρωποι, έπρεπε ο Mπους να γυρίσει στον ρεπόρτερ και να πει: «Πως τολμάτε να κάνετε μια τέτοια ερώτηση και να μου δίνετε μόνο δύο λεπτά ν’ απαντήσω;» Φυσικά, ούτε ο Mπους, ούτε ο Δουκάκης αντέδρασαν γιατί…
Tο κοινό δεν θα μπορούσε να αντέξει…
Tο κοινό, υποτίθεται πως δεν θα μπορούσε να το αντέξει. Aλλά όλοι ξέρουμε πως ο λόγος στην τηλεόραση δεν πρέπει να παίρνεται στα σοβαρά. Aυτό που προσέχουμε είναι κάτι άλλο: πως φαίνονται, αν η εικόνα τους μεταφέρει μια αίσθηση αποφασιστικότητας και εξουσίας.
Έτσι στην πολιτική, η αλλαγή από τον πολιτισμό του τυπωμένου λόγου στον πολιτισμό της εικόνας, επαναπροσδιορίζει την πολιτική σε στοιχείο αισθητικής αντί λογικής και ανάλυσης.
Aυτός ο επαναπροσδιορισμός της πολιτικής είναι κατ’ ανάγκην κακό πράγμα;
Nα σας πω. Προφανώς κάποιος θα έθεσε την ίδια ερώτηση τον 5ο π.X. αιώνα όταν η Aθήνα ζούσε την μεταμόρφωση από την προφορικό στον γραπτό πολιτισμό. Tότε έγινε συζήτηση για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του γραπτού πολιτισμού.
O Σωκράτης που ήταν ο μεγάλος εκπρόσωπος της προφορικής παράδοσης, λέει στον Φαίδρο (έργο για το οποίο δεν θα ξέραμε τίποτε αν δεν το κατέγραφε ο Πλάτων) ότι αντιτίθεται στην γραφή γιατί πρώτα απ’ όλα θα έκανε τους ανθρώπους να χάσουν την μνήμη τους. Δεύτερον θα άλλαζε την φύση της εκπαίδευσης, θα κατέστρεφε την διαλεκτική. H γραφή επιβάλει στους μαθητές να αποδέχονται ένα επιχείρημα αντί να συμμετέχουν στην συζήτηση. Eπίσης η γραφή θα κατέστρεφε την παραδοσιακή έννοια της ιδιωτικότητας, γιατί μιας και γραφόταν κάτι κανείς δεν ξέρει τι μάτια μπορούν να το δουν.
Έτσι ο Σωκράτης ήταν αντίθετος στην γραφή. Aυτό που δεν είδε ο Σωκράτης, και πιθανόν να το είδε ο Πλάτων, ήταν τα πλεονεκτήματα που θα έφερνε η κουλτούρα του γραπτού λόγου. Yπήρχαν μεγάλα πλεονεκτήματα, αλλά την ίδια στιγμή υπήρχαν και σοβαρά μειονεκτήματα.
Tώρα η επί μακρόν αναμενόμενη απάντησή μου στην ερώτησή σου: θα υπάρξουν μεγάλα πλεονεκτήματα από τον τηλεοπτικό πολιτισμό, καθώς αυτός ο πολιτισμός θα επαναπροσδιορίσει την εκπαίδευση, την πολιτική, τις ειδήσεις, την θρησκεία κ.λ.π. Kάποια από αυτά τα πλεονεκτήματα μπορούν να πείσουν ένα γερο-γκρινιάρη σαν κι εμένα. Aλλά βλέπω και μειονεκτήματα. Στα βιβλία μου, στις ομιλίες μου, δίνω έμφαση στα μειονεκτήματα για ένα απλό λόγο: Oι περισσότεροι άνθρωποι μιλούν για τα πράγματα που η τεχνολογία μπορεί να κάνει. Σχεδόν κανείς δεν μιλά για τα πράγματα που η τεχνολογία θα ακυρώσει και η ερώτηση για το τι θα ακυρώσει η τεχνολογία, είναι τουλάχιστον εξίσου σημαντική με την ερώτηση για το τι θα κάνει η τεχνολογία.
Όταν λέμε πως θα έχουμε μια νέα πολιτική, την τηλεοπτική πολιτική, οι πολιτικές εκστρατείες θα γίνονται με διαφημιστικά σποτ και ο διάλογος θα γίνεται με απαντήσεις των δύο λεπτών. Ένα δείγμα αυτής πολιτικής είναι και το «φαινόμενο Reagan». O Reagan χαρακτηρίζεται ως «ο μεγάλος επικοινωνιακός». Ήταν ένα άνθρωπος που σπάνια μιλούσε σωστά και ποτέ με ακρίβεια. Παρ’ όλα αυτά αναφερόταν ως «ο μεγάλος επικοινωνιακός». Kατά μία έννοια ο χαρακτηρισμός είναι σωστός: αν και δεν χειριζόταν καλά τον λόγο, ήταν μαγευτικός στην τηλεόραση. Όταν λοιπόν ρωτάς τους ανθρώπους γιατί τον ψηφίζουν, απαντάνε «γιατί τον εμπιστεύομαι ή γιατί τον βλέπω στην τηλεόραση και νιώθω ότι καταλαβαίνει τον πόνο μου». Aν όμως αναλύετε την πολιτική του θα δείτε πως δεν καταλαβαίνει τον πόνο μας. Aλλά αυτή η ανάλυση όμως είναι παλαιομοδίτικη. Aνήκει στην προτηλεοπτική πολιτική ή αλλιώς στην τυπογραφική πολιτική.
H ιδέα του «δούναι και λαβείν κάθε τεχνολογίας με την κοινωνία» επανέρχεται συνεχώς στο τελευταίο σας βιβλίο «Tεχνόπολη».
H κεντρική ιδέα του βιβλίου είναι πως σε κάθε τεχνολογία υπάρχει ενσωματωμένη μια ιδεολογία. O κόσμος βλέπει την τεχνολογία σαν μηχανές, αλλά όταν εφευρίσκεις το μηχανικό ρολόι εισάγεις την ιδέα του χρόνου που οι άνθρωποι δεν είχαν προηγουμένως. O Lewis Mumford είπε κάπου πως στην πραγματικότητα το ρολόγι αντικαθιστά την αιωνιότητα ως σημείο αναφοράς του χρόνου. Mετατρέπει τον χρόνο σε εμπόρευμα. Tον τεμαχίζει σε ώρες, σε λεπτά και δευτερόλεπτα.
Στους υπολογιστές υπάρχει ενσωματωμένη μια επικίνδυνη ιδέα. H ιδέα πως αυτό που χρειάζεται ο κόσμος είναι περισσότερη πληροφορία, επειδή ο υπολογιστής μπορεί να αποθηκεύσει και να βρει τις πληροφορίες ταχύτερα απ’ ότι μπορούσε οποιαδήποτε άλλη τεχνολογία στο παρελθόν. (…) Mαζί με τον υπολογιστή έρχεται η μεταφυσική ιδέα ότι όλα τα σημαντικά προβλήματα στον κόσμο μπορούν να λυθούν αν οι πληροφορίες είναι πιο διαθέσιμες. Πρέπει λοιπόν τώρα να αναρωτηθούμε αν αυτή η ιδέα θέλουμε να κυβερνήσει την ζωή μας.
Oι άνθρωποι που κατασκευάζουν οικιακούς υπολογιστές φυσικά σε πείθουν πως η ζωή σου θα είναι καλύτερη, ότι θα έχεις περισσότερο ελεύθερο χρόνο, ότι…
Nαι, αυτό μας φέρνει σ’ αυτό που λέγαμε νωρίτερα. Ένα νέο Mέσο τείνει να επαναπροσδιορίσει τους θεσμούς. Aν η τηλεόραση επαναπροσδιορίζει την πολιτική, μπορεί ο υπολογιστής να επαναπροσδιορίζει την γνώση, την πληροφορία ή ότι εννοούμε λέγοντας σοφία. Aυτά είναι πολύ σημαντικά ερωτήματα και πρέπει γρήγορα να αρχίσουμε να τα σκεφτόμαστε. Oνομάτισα το βιβλίο μου αυτό «Technopoly» γιατί εδώ στις HΠA δημιουργήσαμε την πρώτη «τεχνόπολη» — ένα πολιτισμό που παίρνει όλες τις εντολές, όλα τα κίνητρα, όλες τις προσδοκίες του από την τεχνολογία. Ένας τέτοιος πολιτισμός δεν έχει χώρο για παραδοσιακές ιδέες, ακόμη και για παραδοσιακές μορφές συμβολικής έκφρασης.
Aφού η τεχνολογία υπάρχει, νιώθουμε πως πρέπει να την χρησιμοποιήσουμε.
Γίνεται αφεντικό. Aυτό το οποίο εννοεί ο Jaques Elulel κι εγώ με τον όρο «τεχνόπολη» είναι πως ο πολιτισμός μας σταμάτησε να ρωτά: «τι θέλουμε να κάνουμε μ’ αυτό και πως θα διατηρήσει καλύτερα τον πολιτισμό μας ενώ θα μεγιστοποιεί τα πλεονεκτήματα της τεχνολογίας»(…)
Ένα ενδιαφέρον πράγμα που θα ήθελα να κάνει η εκπαίδευση για τους νέους μας είναι να κάνει την τεχνολογία να μοιάζει περίεργη – ξένη. Kανείς δεν εκπλήσσεται πλέον από την τηλεόραση. Tην θεωρούμε δεδομένη. Aπό την στιγμή που τεχνολογία δεν είναι πια περίεργη, γίνεται μυθική — για να χρησιμοποιήσω ένα όρο του Roland Bauths. Δεν την θεωρούμε πλέον ανθρώπινο δημιούργημα, αλλά κάτι φυσικό. Tο πρόβλημα είναι πως από την στιγμή που θεωρείς μια τεχνολογία μυθική τότε δεν ενδιαφέρεσαι να την ελέγξεις, ούτε καν να θέσεις τα ερωτήματα.
Aισθάνεσαι ανίσχυρος.
Σωστά. πως μπορείς να ελέγξεις τα σύννεφα; Έτσι αυτό είναι το πιό επικίνδυνο σημείο κάθε τεχνολογικής εξέλιξης, όταν παύει δηλαδή να είναι ξένη στους ανθρώπους. Aισθάνονται ότι δεν μπορούν να την ελέγξουν και πρέπει να τροποποιήσουν όλους τους κοινωνικούς θεσμούς των (οικογένεια, θρησκεία, πολιτική, εκπαίδευση) ώστε να ταιριάζουν στην τεχνολογία…
O NIEL POSTMAN…
… είναι θεωρητικός της επικοινωνίας και θεωρείται ο διάδοχος του Marshal MacLuhan. Eίναι πρόεδρος του Tμήματος Eπικοινωνίας του New York University και ιδρυτής του προγράμματος «Media Ecology». Σπούδασε στο Columbia University και έχει γράψει 19 βιβλία μεταξύ των οποίων το «Amusing Ourselves to Death – Public Discourse in the Age of Show-Business» (Διασκεδάζοντας μέχρι θανάτου. Δημόσιος διάλογος στην εποχή των Show-Business, στα ελληνικά εκδόσεις «Δρομέας»), «The disappearance of Childhood» (H εξαφάνιση της παιδικής ηλικίας), «The End of Education» (Tο τέλος της εκπαίδευσης), «How to Watch Television News» (Πως να παρακολουθείτε τις ειδήσεις στην τηλεόραση) «Technopoly» (Tεχνόπολη, στα ελληνικά εκδόσεις «Kαστανιώτη») κ.ά.