Τα γεγονότα μετά το ματς με την Αλβανία πρέπει να μας θορυβήσουν. Κυρίως πρέπει να μας ανησυχήσουν όσα προηγήθηκαν κι όσα ακολούθησαν της αιματοχυσίας. η προσπάθεια να ξεκοπεί το περασμένο Σάββατο από το κοινωνικό γίγνεσθαι, να εμφανισθούν τα επεισόδια ως μια «κακή στιγμή» του συλλογικού, σαν ένας πυρετός που (κακώς) ανέβηκε και κατόπιν (καλώς) έπεσε.
«Όταν το τέρας δεν μας ενοχλεί, αρχίζει να μας μοιάζει».
Μάνος Χατζιδάκις (1993)
Τι ήταν η «17 Νοέμβρη»; Μια αισχρή, μια ελάχιστη των ελαχίστων, μειοψηφία. Τι ήταν το πιο ανησυχητικό και επέτρεψε επί 27ετία τους δήθεν επαναστάτες να δολοφονούν; Μια διάχυτη κοινωνική ανοχή, η άρρητη πολλών παραδοχή πως τα θύματα «δεν είναι και τόσο αθώα», η δικαιολόγηση «πως κάτι θα έκαναν», πως «κάπως θα προκάλεσαν». Μόνο ένας είπε δημοσίως μετά από μια δολοφονία «γεια στα χέρια τους». Το σκεφτόταν όμως πολλοί. Όχι, δεν ήταν τρομοκράτες οι Έλληνες, υπήρξε όμως κοινωνική ανοχή στην τρομοκρατία επί μακρόν. Κυρίως υπήρξε η (καλλιεργημένη) άρνηση πως η τρομοκρατία μας αφορά. Όλοι απέκοπταν τους φόνους από τη στάση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Κανείς δεν ήθελε να σκεφτεί πως η τρομοκρατία ήταν το κακό σπυρί -το σύμπτωμα- μιας κοινωνικής παθογένειας.
Η τρομοκρατία στην Ελλάδα εθεωρείτο ένα (περίπου) αναγκαίο προϊόν του καπιταλισμού (κι αυτοί, οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης δηλαδή, βασανίζουν τους εργάτες), της αμερικανικής κυριαρχίας (κι αυτοί βασάνισαν τους Βιετναμέζους) και της Δεξιάς (κι αυτοί βασάνισαν τους Αριστερούς). Η τρομοκρατία στην Ελλάδα μακροημέρευσε γιατί ουδείς αντιπαρατέθηκε ιδεολογικά μαζί της. Εμφανιζόταν ως ένα ξεκομμένο ξέσπασμα κάποιων αγανακτισμένων «παιδιών του λαού».
Οι Έλληνες δεν είναι ρατσιστές Αρκεί, όμως, μια μικρή μειοψηφία ρατσιστών και η κοινωνική ανοχή για να υπάρξει ρατσιστικό φαινόμενο. Τα γεγονότα μετά το ματς με την Αλβανία πρέπει να μας θορυβήσουν. Κυρίως πρέπει να μας ανησυχήσουν όσα προηγήθηκαν κι όσα ακολούθησαν της αιματοχυσίας. η προσπάθεια να ξεκοπεί το περασμένο Σάββατο από το κοινωνικό γίγνεσθαι, να εμφανισθούν τα επεισόδια ως μια «κακή στιγμή» του συλλογικού, σαν ένας πυρετός που (κακώς) ανέβηκε και κατόπιν (καλώς) έπεσε. Πρέπει να ανησυχήσουμε από τη διάχυτη αντίληψη ότι από δω και πέρα όλα βαίνουν καλώς. Η Ελλάδα έζησε χρόνια πολλά με το τρομοκρατικό φαινόμενο και πρέπει να διδαχθεί απ’ αυτό.
Κουίζ: πως λέγεται το 20χρονο παιδί που άφησε την τελευταία του πνοή στη Ζάκυνθο; Κανείς δεν γνωρίζει και θυμάται. Στο συλλογικό υποσυνείδητο παραμένει «ένας Αλβανός» (Σ.Σ.: Για την ιστορία ο νεκρός ονομάζεται Γκραμός Παλούσι). Πως γίνεται να επισκέπτεται το ΚΑΤ κοτζάμ υπουργός Υγείας για τις αμυχές δύο αθλητών και το στραμπουλιγμένο πόδι μιας Πολωνίδας, και να μην ευαισθητοποιείται ούτε ένας βουλευτής να επισκεφθεί τώρα το ίδιο νοσοκομείο (για συμβολικούς λόγους βρε αδελφέ!) όπου ακόμη νοσηλεύονται τραυματίες μετανάστες; Πως γίνεται να σφυρίζει αδιάφορα ο υπουργός Δημόσιας Τάξης κ. Βουλγαράκης όταν πυκνώνουν τα ερωτήματα για τον ρόλο της Αστυνομίας στα έκτροπα του Σαββάτου; Πως γίνεται να μην δουλεύουν ποτέ οι χρυσοπληρωμένες κάμερες πάντα όταν υπάρχουν βιαιότητες εναντίον των μεταναστών;
Μπορούν να ειπωθούν πολλά για τους πολιτικούς και τις συμπεριφορές τους, σε ένα όμως διακρίνονται. Η επιβίωσή τους στο πολιτικό σκηνικό εξαρτάται από το πόσο καλά αναγιγνώσκουν το λαϊκό αίσθημα. Δεν υπάρχει καμιά κοινωνική πίεση έστω για τις συμβολικές κινήσεις υπέρ των θυμάτων των προ εβδομάδας επεισοδίων.
Περάσαμε είκοσι επτά χρόνια θεωρώντας το τρομοκρατικό φαινόμενο ως μια αιματηρή λεπτομέρεια της κοινωνίας μας. Δεν το αντιμετωπίσαμε στη ρίζα του διότι το ξεκόψαμε από τις υπόλοιπες κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες του τόπου. Οι πολιτικοί κατήγγειλαν μεν ρητά τις πράξεις αλλά δεν αντιπαρατέθηκαν στο ιδεολογικό της υπόβαθρο. Αρκετοί δημοσιογράφοι άρρητα το στήριξαν, το θεώρησαν περίπου ως «οργή λαού». Κι αυτό μακροημέρευε γιατί δεν μας τρόμαζε. Δυστυχώς και το νέο τέρας δεν μας τρομάζει. Απομένει να ψάξουμε -και οφείλουμε να το κάνουμε- πόσο μας μοιάζει…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 12.9.2004