Μηνύσεις στις εφημερίδες άρχισε ο κ. Ιάκωβος Γιοσάκης κατά την παλιά τακτική που ακολούθησε στα Κύθηρα, με προφανή στόχο να φιμώσει τον Τύπο.
Την παλιά του τέχνη έπιασε πάλι ο κ. Ιάκωβος Γιοσάκης και έχοντας αφθονία χρόνου πλέον στο κελί της φυλακής, άρχισε τις μηνύσεις κατά εφημερίδων και δημοσιογράφων, που αποκαλύπτουν τη δράση του. Αυτή καθαυτή η μήνυση κατά της «Απογευματινής» δεν χρήζει καν σχολιασμού. Είναι μία από τις εκατοντάδες που έκανε κατά καιρούς ο κ. Γιοσάκης σε όσους ασχολήθηκαν με τη δράση του. Προφανής στόχος του υπόδικου Αρχιμανδρίτη, η φίμωση του Τύπου διά της δικαστικής οδού.
Στο παρελθόν μάλιστα, το είχε πετύχει. Πριν από δύο εβδομάδες γράφαμε σε αυτή εδώ τη στήλη: «Τα σκάνδαλα στην Εκκλησία θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Αν υπήρχε ο φόβος. Όχι του Θεού. Αυτός -εκ του αποτελέσματος γνωρίζουμε- ότι δεν φώλιαζε στην ψυχή των σκανδαλοποιών. Τα σκάνδαλα θα είχαν αποφευχθεί αν πλανιόταν ο φόβος της δημοσιότητας. Αλλά ούτε κι αυτός υπήρχε. Ελέω του ασφυκτικού νομοθετικού πλαισίου που ισχύει στην Ελλάδα για τον Τύπο, αλλά και των (επί το ανελεύθερο) ερμηνειών των νόμων που κάνουν τα δικαστήρια της χώρας.
Όλοι γνωρίζουμε τι συνέβη στα Κύθηρα πριν από δέκα χρόνια, όταν η τοπική κοινωνία βοούσε για τα έργα και τις ημέρες των νυν προφυλακισθέντων Αρχιμανδριτών κ. Ιάκωβου Γιοσάκη και Κύριλλου Σταυρόπουλου. Μπορεί η κοινωνία να βοούσε, αλλά η βοή δεν ακουγόταν. Ο τοπικός Τύπος δεν μπορούσε να γράψει το παραμικρό. Περί τις εκατό αγωγές, μηνύσεις και αιτήσεις για ασφαλιστικά μέτρα κατέθεσαν οι δύο μοναχοί εναντίον των τριών τοπικών εφημερίδων («Πανκυθηραϊκή, «Κυθηραϊκή Ιδέα», «Κύθηρα») και κατά του καθηγητή κ. Ξενοφώντα Παπαχαραλάμπους. Και το πέτυχαν.
Η μία εκ των αποφάσεων (26.5.1997)… είναι μνημειώδης: “Απαγορεύεται”, αναφέρει η απόφαση, “στους (σ.σ.: στους εκδότες των εφημερίδων) να δημοσιεύσουν στα έντυπά των οτιδήποτε αφορά τον βίον και την πολιτείαν των αιτούντων (σ.σ.: Μητροπολίτης Κυθήρων Ιάκωβος, Ιάκωβος Γιοσάκης, Κύριλλος Σταυρόπουλος) άνευ της προηγουμένης εγγράφου αιτήσεως των αιτούντων. Ορίζει χρηματική ποινή 200.000 δραχμών για κάθε παράβαση της ύπερθεν διατάξεως εις βάρος του παραβάτη εκ των ανωτέρω καθώς και υπέρ του θιγομένου εκ των αιτούντων”.
Αυτή είναι απόφαση της Ελληνικής Δικαιοσύνης που επιτάσσει την προληπτική λογοκρισία σε τρία έντυπα. Πιθανότατα να είναι και να είναι και σύννομη. Το ζήτημα, λοιπόν, στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι το παραδικαστικό κύκλωμα. Είναι ένα ολόκληρο νομοθετικό πλέγμα, το οποίο χρησιμοποιείται από τους κατά τόπους ισχυρούς για να φιμώνουν τον Τύπο, ώστε να κάνουν ανενόχλητοι τις λαθροχειρίες των.» («Αν δεν υπήρχε η φίμωση του Τύπου», «Απογευματινή» 2.3.2005)
Θα πετύχει και τώρα τη φίμωση του Τύπου; Κομμάτι δύσκολο χωρίς τη βοήθεια που είχε από τους δικαστές, αλλά αυτό δεν μειώνει το συνολικό πρόβλημα ανελευθερίας της έκφρασης που υπάρχει στην Ελλάδα και, δυστυχώς, ουδείς ασχολείται στα σοβαρά με το πρόβλημα.
Βέβαια, η έκφραση «ανελευθερία της έκφρασης στην Ελλάδα» μπορεί να ακούγεται περίεργα, ενώ όλοι ζούμε ένα καθεστώς ασυδοσίας ορισμένων τουλάχιστον Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Δεν είναι περίεργο. Συζούν και τα δύο: και το καθεστώς ανελευθερίας και η ασυδοσία. Όπως γίνεται σε όλα τα πράγματα, έτσι και στον Τύπο έχουμε ένα ασφυκτικό νομικό πλαίσιο, το οποίο ρυθμίζει τα πάντα και ακριβώς επειδή είναι τόσο ασφυκτικό είναι σχεδόν πάντα ανενεργό.
Εφαρμόζεται επιλεκτικά κι ανάλογα με τη συγκυρία. Έτσι στην Ελλάδα του 21ου αιώνα έχουμε: Απαγορεύσεις κυκλοφορίας βιβλίων («Η ζωή του Ιησού», εκδόσεις «Οξύ»), απαγόρευση εκφοράς ονομάτων (είχε απαγορευτεί στον κ. Τζίμη Πανούση να προφέρει το όνομα «Νταλάρας»), απαγορεύσεις δημοσιότητας (βλέπε υποθέσεις παραπάνω) κι έναν τρομακτικό νόμο για τις αγωγές, ο οποίος κατ’ ουσίαν φιμώνει προληπτικά τον Τύπο.
Οι αγωγές όμως (στις οποίες εσχάτως και πολύ κατόπιν εορτής εστιάζουν τα πυρά τους οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των δημοσιογράφων) δεν είναι παρά η κορυφή της θεσμισμένης ανελευθερίας έκφρασης στη χώρα (μια καλή και συνολικότερη ιδέα του προβλήματος θα πάρουμε στην ημερίδα που διοργανώνει στη Σχολή Καλών Τεχνών «Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου» στις 18.3.2005).
Το πρόβλημα πρέπει να εστιαστεί σε τρία επίπεδα.
1. Η κοινωνική απαίτηση για λογοκρισία: Στην Ελλάδα κυριάρχησε ο μύθος της «Τέταρτης Eξουσίας», γεγονός που δημιουργεί τη νομιμοποιητική βάση για τη θέσπιση μέτρων περιορισμού του Τύπου. Το έχουμε γράψει και παλιότερα: Τα ΜΜΕ δεν ασκούν εξουσία. Δεν ρυθμίζουν την πορεία μιας κοινωνίας ή ενός ατόμου. Και δεν είναι μονολιθικά. Ακόμη κι αν ένας παράγων των ΜΜΕ θέλει το α’, υπάρχουν άλλοι πέντε που θέλουν το β’ κι άλλοι τόσοι που επιθυμούν το γ’. Η ισχύς τους είναι εικονική: Χρειάζονται κάποιοι άλλοι να εφαρμόσουν αυτά που τα ΜΜΕ προτείνουν (και όχι υπαγορεύουν). Πατώντας, όμως, στην υποτιθέμενη «εξουσία» των ΜΜΕ πολλοί, που έχουν λόγους να αποφύγουν την έκθεση των πεπραγμένων τους (κι αυτοί είναι συνήθως, οι κατέχοντες την πραγματική εξουσία), περιορίζουν τον Τύπο στο όνομα κάποιας δημοκρατικής τάξης. Κι αυτό είναι εις βάρος αυτής της δημοκρατικής τάξης.
2. Το θεσμικό πλαίσιο: Στο όνομα της προστασίας του «απλού πολίτη» από μια φανταστική εξουσία έχει θεσπιστεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τον ΜΜΕ. Ας εξαιρέσουμε το γεγονός ότι αυτό το νομικό πλαίσιο σπάνια το χρησιμοποιούν οι απλοί πολίτες και κατά κόρον οι επώνυμοι, οι οποίοι, έτσι κι αλλιώς, έχουν πρόσβαση και βήμα να αντικρούσουν όσα τους καταμαρτυρούν. Ας εξαιρέσουμε και το γεγονός ότι τα ΜΜΕ δεν είναι μονολιθικά και οι υπερβάσεις των δημοσιογράφων στηλιτεύονται («κράζονται» ίσως είναι η καλύτερη λέξη) από άλλους δημοσιογράφους. Εάν κοιτάξουμε τα άρθρα 14 και 15 του Συντάγματος της χώρας θα παρατηρήσουμε ότι το πολυτιμότερο δημοκρατικό δικαίωμα -αυτό της ελεύθερης έκφρασης- υπόκειται μονίμως σε περιορισμούς με στόχο «ανώτερες» επιδιώξεις. Είτε αυτές λέγονται «κρατούσα θρησκεία» είτε «Πρόεδρος της Δημοκρατίας» είτε «προστασία από τα άσεμνα» είτε «εθνική ασφάλεια» είτε «διαφάνεια» είτε… ποιος ξέρει τι άλλο ζήτημα θα μας προκύψει στο μέλλον.
Η μεταβλητή σ’ αυτή τη χώρα είναι πάντα η ελευθερία της έκφρασης.
3. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων: Μέσα σε ένα κλίμα δαιμονοποίησης των Μέσων, με ένα νομικό πλαίσιο που δεν έχει σε προτεραιότητα της ελευθερία και μια γενιά δικαστών που έχουν βγει από το λαϊκιστικό κλίμα της Μεταπολίτευσης, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι αποφάσεις είναι πάντα οι χείριστες δυνατές για τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους. Και όχι μόνον: οι αποφάσεις τους ξεπερνούν πολλές φορές αυτό καθαυτό το Σύνταγμα, που απαγορεύει την προληπτική λογοκρισία (π.χ. απαγόρευση εκστόμισης του ονόματος «Νταλάρας» ή στα Κύθηρα «Γιοσάκης»).
Υπάρχουν τραγελαφικές αποφάσεις και δεν αναφερόμαστε στην παραπάνω, που στην ουσία απαγόρευε τους δημοσιογράφους να ασχοληθούν με ένα κομμάτι της πραγματικότητας στα Κύθηρα. Οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζονται από τα δικαστήρια ως νομείς παράνομα αποκτηθείσης εξουσίας και οι ποινές πάντα είναι στο μάξιμουμ. Εβδομαδιαία εφημερίδα της Περιφέρειας, η «Καστοριανή Εστία», καλείται να πληρώσει 30.000 ευρώ ηθική βλάβη για το παρακάτω απόσπασμα: «Θα περίμενε κανείς περισσότερη αντικειμενική κρίση από τον πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Καστοριάς, όταν αναλαμβάνει έξω από τα επαγγελματικά του καθήκοντα, να υπερασπιστεί την υπόληψη μιας αμφιλεγόμενης, κατά τ’ άλλα, προσωπικότητας του τόπου μας, η οποία, επειδή πιστεύει προφανώς ότι τα πάντα σ’ αυτή τη ζωή διατιμώνται σκέφτηκε να εξαγοράσει και την υστεροφημία της για να την “εγκαταστήσει” σ’ ένα πολυτελέστατο μαυσωλείο που βάφτισε κατ’ ευφημισμόν “Ίδρυμα”!» Κι αυτό χωρίς ακόμη να έχει κριθεί το ποινικό κομμάτι της υπόθεσης.
Τα πράγματα έχουν περιπλεχθεί. Οφείλουν, λοιπόν, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των δημοσιογράφων:
Α) Να προχωρήσουν άμεσα στην κωδικοποίηση των νομοθεσιών, που αφορούν την ελεύθερη έκφραση συνολικά και να καταθέσουν προτάσεις (σ.σ.: Αναθεώρηση του Συντάγματος έρχεται, οι δημοσιογράφοι πρέπει να έχουν πρόταση).
Β) Να κάνουν μια «Μαύρη Βίβλο Λογοκρισίας» στον ελληνικό Τύπο. Να καταγράψουν δηλαδή, όλες τις διώξεις που υπέστησαν δημοσιογράφοι (αγωγές, μηνύσεις κ.λπ.) και τις αποφάσεις των δικαστηρίων. Εάν αυτά συλλεχθούν είναι σίγουρο ότι θα γελάσει κάθε πικραμένος και θα κλάψει καθένας που έχει δημοκρατικές ευαισθησίες…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 11.3.2005