H συζήτηση περί έθνους, φυλής, ράτσας κ.λ.π. είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο των πολιτικών ανά τους αιώνες, ένα εξαιρετικό μέσο απασχόλησης των κοινωνιολόγων, μια φοβερά απλοποιητική διαδικασία που βολεύει όλους όσους δεν θέλουν να πολυσκοτίζονται με την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης προσωπικότητας και των ανθρώπινων σχέσεων.
Ήταν χαρμόσυνη η νίκη του δικού μας παιδιού από το Αμύνταιο, του κ. Ηλία Ηλιάδη κι ας διακινούν κάποιοι τη χολή τους επειδή είναι υιοθετημένος (άρα δεν είναι όμαιμος;), ή επειδή δεν μιλά καλά ελληνικά (άρα δεν είναι ομόγλωσσος;). Σε λίγο κάποιοι θα του ζητήσουν να κάνει τρεις φορές την ημέρα δημοσίως το σταυρό του για να διασωθεί τουλάχιστον η τρίτη παράμετρος του ιδεολογήματός («καί Θεών ιδρύματα κοινά καί θυσίαι ήθεά τε ομότροπα») που έχουν φτιάξει. Ο κ. Ηλιάδης είναι ένας δικός μας επειδή θέλησε να είναι δικός μας, και η ωραία πόλη του Αμύνταιου πρέπει να τον χαίρεται μαζί με τους άλλους ελληνοπόντιους που θέλουν να ριζώσουν εκεί. Μακάρι όλοι να προκόψουν και να προκόψει μαζί τους και ο όμορφος αυτός τόπος.
Η απρόσμενη νίκη του κ. Ηλιάδη όπως και η διαμάχη για το αν πρέπει να σηκώσει την ελληνική σημαία ο κ. Οδυσσέας Τσενάι μας οδηγεί να ξανασκεφτούμε την έννοια του «έθνους». Οι παλιοί ορισμοί δεν δείχνουν να δουλεύουν πια στο νέο τοπίο. Ο κ. Ηλιάδης ανατρέπει το «όμαιμο, ομόγλωσσο και ομόθρησκο», ενώ οι κάτοικοι της Νέας Μηχανιώνας διέγραψαν τους της ελληνικής Παιδείας μετέχοντας. Άρα τι είναι «έθνος»; Μια έννοια λάστιχο που χρησιμοποιείται ανάλογα με την περίσταση; Όσο κι αν μας φανεί περίεργο, ιστορικά πάντα έτσι ήταν.
Το γράφαμε και παλιότερα: «Ακούμε συχνά: “Οι Έλληνες υπήρξαν οι γεννήτορες της φιλοσοφίας”. Ποτέ δεν ρωτούμε: “Ποιοι Έλληνες; Όλοι αυτοί που σήμερα τους βαφτίζουμε Έλληνες ή κάποια συγκεκριμένα άτομα-κάτοικοι αυτού του γεωγραφικού χώρου;” Ναι, σύμφωνοι! Ο Αριστοτέλης υπήρξε ένας μεγάλος διανοητής, αλλά στο διπλανό τετράγωνο μπορεί να έμενε ένας τελείως ηλίθιος του οποίου την ύπαρξη δεν μάθαμε ποτέ.
Ακούμε συχνά: «Το ελληνικόν έθνος…». Ποτέ δεν ρωτούμε: «Πως ορίζεται αυτό το πράγμα που λέγεται έθνος;»
- Είναι μήπως η κοινή γλώσσα; Μα, στην ανταλλαγή των πληθυσμών που έγινε το 1922 προτιμήσαμε να πάρουμε τους Χριστιανούς οι οποίοι δεν μιλούσαν ελληνικά (τουρκόφωνοι) και να διώξουμε τους μουσουλμάνους της Κρήτης που μιλούσαν ελληνικά.
- Άρα πρέπει να είναι η θρησκεία το ενοποιητικό στοιχείο ενός έθνους. Τότε, τους καθολικούς της Σύρου που τους βάζουμε; Τους μουσουλμάνους Πομάκους;
- Τότε πρέπει να είναι ο πολιτισμός. Μα, τα ελληνικά τραγούδια της Φλώρινας έχουν περισσότερα κοινά με τα σλαβομακεδόνικα της περιοχής, απ’ ότι με τα νησιώτικα. Τα ηπειρώτικα δημοτικά μοιάζουν περισσότερο με τα αλβανικά παρά με τις κρητικές μαντινάδες.
- Τελικά ένα έθνος πρέπει να αποτελείται από άτομα «έχοντα κοινή εθνική συνείδηση». Τότε πως ορίζεται η εθνική συνείδηση;»
Το «έθνος» λοιπόν δεν μπορεί να έχει ούτε βιολογικά, ούτε πολιτιστικά, ούτε υφολογικά χαρακτηριστικά. Περισσότερο πρέπει να το δούμε σαν μια κοινή σύμβαση ανθρώπων που αποφασίζουν να ζουν μαζί, να μοιράζονται κάποια πράγματα, ν’ αγαπούν κάποια πράγματα κοινά. Κάποιος είχε γράψει πως πατρίδα είναι ο τόπος που έχυσες το πρώτο δάκρυ, ο τόπος που πρωτοερωτεύτηκες, εκεί που πρωτοθαύμασες το ηλιοβασίλεμα. Πατρίδα είναι όλες οι αναφορές που έχει κανείς από το πρόσωπο ενός φίλου, μέχρι ένα βιβλίο. Δεν είναι ομαδοποίηση ανθρώπων.
Όλη αυτή η συζήτηση περί έθνους, φυλής, ράτσας κ.λ.π. είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο των πολιτικών ανά τους αιώνες, ένα εξαιρετικό μέσο απασχόλησης των κοινωνιολόγων, μια φοβερά απλοποιητική διαδικασία που βολεύει όλους όσους δεν θέλουν να πολυσκοτίζονται με την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης προσωπικότητας και των ανθρώπινων σχέσεων. Φτιάχνουμε ένα όρο, «μια κατά φαντασίαν κοινότητα» και περικλείουμε εκεί μέσα τις δυσανάγνωστες και σύνθετες ανθρώπινες υπάρξεις για να ξεμπερδεύουμε εύκολα: Έλληνες – Αλβανοί. Λευκοί – Μαύροι. Aνδρες – Γυναίκες. Εμείς – Οι άλλοι.
Αυτές οι κατηγοριοποιήσεις που έχουν υπαρκτή μεν προέλευση, αλλά εξαιρετικά αμφίβολη εφαρμογή. Η συμμετοχή σε μια συζήτηση περί αρετών ή ελαττωμάτων της φυλής των Άγγλων, Γάλλων, Πορτογάλων ή Ελλήνων σημαίνει αυτόματα αποδοχή του σκεπτικού μιας επικίνδυνης διαφορετικότητας. Αν αποδεχθείς δηλαδή πως «οι Έλληνες είναι διαφορετικοί», είναι πολύ δύσκολο να αντικρούσεις το επιχείρημα πως «οι Έλληνες είναι τεμπέληδες». Oι κατά φαντασίαν κοινότητες και τα εικονικά κοινά χαρακτηριστικά κρύβουν πάντα μέσα τους το αυγό του φιδιού…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 22.8.2004