Ας αναθέσουμε στους ήδη υπάρχοντες διεθνείς οργανισμούς να αξιολογήσουν τα ελληνικά ΑΕΙ και να προτείνουν λύσεις. Θα μας έρθει πιο φθηνά και κυρίως θα είναι πολύ πιο αντικειμενική η αξιολόγηση. Το χειρότερο όλων θα είναι να μπει η αξιολόγηση των ΑΕΙ στη δίνη της εσωτερικής μιζέριας.
Είναι προς την θετική κατεύθυνση οι προτάσεις της υπουργού Παιδείας κ. Μαριέττας Γιαννάκου, όπως διατυπώθηκαν στη συνέντευξη που παραχώρησε σε τούτη εδώ την εφημερίδα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συνέντευξη αυτή είναι η ανεπίσημη έναρξη του, τόσο αναγκαίου για τον τόπο, διαλόγου για την Παιδεία.
Οι προτάσεις της υπουργού θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τολμηρές για μια χώρα στην οποία κανένα στάδιο της εκπαίδευσης δεν αξιολογείται. Είναι όμως αυτονόητες για άλλες χώρες όπου φυσικά δεν υπάρχουν οι ελληνικές αγκυλώσεις. Το σημαντικότερο είναι ότι υπάρχει υπουργός ο οποίος καταλαβαίνει ότι «ότι δεν θα ανακαλύψουμε εμείς την πυρίτιδα. Θα πάρουμε δέκα από τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, να δούμε τι κάνουν».
Υπάρχει ένα μεγάλο κεφάλαιο σωρευμένης εμπειρίας στο εξωτερικό. Τα συστήματα παιδείας τους ξεκίνησαν με μύρια προβλήματα. Δοκίμασαν διάφορα. Κάποια λειτούργησαν και κάποια απέτυχαν. Κράτησαν τα πρώτα και απέρριψαν τα δεύτερα. Γι’ αυτό και πέτυχαν. Έκαναν λάθη και τα διόρθωσαν. Το καλό που είναι αμιγές με την κακή κατάσταση της δικής μας Παιδείας είναι ότι δεν υποχρεούμαστε να πληρώσουμε τα ίδια λάθη για να μάθουμε. Τα έκαναν άλλοι και τώρα υπάρχουν έτοιμες λύσεις.
Το πρώτο πράγμα, λοιπόν, που μαθαίνουμε από την ξένη εμπειρία είναι ότι πρέπει να υπάρχει διαρκής αξιολόγηση των παρεχόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Αυτό για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των ημέτερων εκπαιδευτικών είναι κόκκινο πανί. Με χίλιες δυο δικαιολογίες και ισάριθμα φληναφήματα αποτρέπουν κάθε απόπειρα αξιολόγησης. Κατανοητό διότι έτσι πιθανώς να φανεί η γύμνια των λειτουργών στην εκπαίδευση και πιθανότερο να ξεβολευτούν άπαντες. Ποντάρουν όμως ότι όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις υπολόγιζαν το πολιτικό κόστος και δεν προχώρησαν σ’ αυτό το αναγκαίο μέτρο. Είθε τούτη η κυβέρνηση να είναι πιο τολμηρή.
Αλλά και στον τομέα της αξιολόγησης δεν είναι ανάγκη να επανεφεύρουμε την πυρίτιδα. Υπάρχουν μεγάλοι κι έγκυροι οργανισμοί που ήδη αξιολογούν τα πανεπιστήμια (δυστυχώς κατατάσσουν στον πάτο τα δικά μας) και μπορούν να κάνουν αυτή δουλειά ειδικότερα για τα ελληνικά Πανεπιστήμια. Δεν είναι ανάγκη δηλαδή να φτιάξουμε νέα όργανα και νέες δαπανηρές επιτροπές για να παράγουμε υπηρεσίες που ήδη υπάρχουν στην διεθνή αγορά. Ας αναθέσουμε στους ήδη υπάρχοντες διεθνείς οργανισμούς να αξιολογήσουν τα ελληνικά ΑΕΙ και να προτείνουν λύσεις. Θα μας έρθει πιο φθηνά και κυρίως θα είναι πολύ πιο αντικειμενική η αξιολόγηση. Αν δηλαδή ένας οργανισμός αξιολογεί το Χάρβαρντ και το ΜΙΤ, δεν υπάρχει περίπτωση να «ρίξει» το δικό μας Πάντειο, αλλά επίσης δεν θα υπάρξει και κανείς να αμφισβητήσει αυτή την αξιολόγηση.
Το χειρότερο όλων θα είναι να μπει η αξιολόγηση των ΑΕΙ στη δίνη της εσωτερικής μιζέριας. Φανταστείτε να ξεκινήσουμε να φτιάξουμε κρατικά όργανα ή έστω ανεξάρτητες αρχές αξιολόγησης. Θα καταλήξουμε σε μια μεγάλη Γενική Συνέλευση Πανεπιστημίου (στις οποίες σύμφωνα με το νόμο πλαίσιο που έκανε το ΠΑΣΟΚ το 1982, οι φοιτητές αξιολογούν τους …καθηγητές) ή σε ένα νέο Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο. Τα κόμματα θα απαιτήσουν και τελικά θα πάρουν τα τιμάριά εξουσίας που τους αναλογούν. Το επόμενο είναι να υπάρξει συντεχνιακή συναίνεση με την οποία θα μπουν τέτοια κριτήρια τα οποία τελικά δεν θα αξιολογούν τίποτε. Το αποτέλεσμα θα είναι να καταλήξουμε στα ίδια κι απαράλλαχτα ΑΕΙ τα οποία θα έχουν κι ένα χαρτί αξιολόγησης. Φυσικά αυτό το χαρτί θα έχει την ίδια αξία που έχουν και τα πτυχία των «αξιολογηθέντων» ΑΕΙ.
Ο δρόμος για την αναμόρφωση της Παιδείας τώρα ξεκινά. Δεν είναι εύκολος αλλά πρέπει να τον περάσουμε. Κυρίως πρέπει να ξεπεράσουμε τις συνδικαλιστικές αγκυλώσεις που κρατούν όμηρο την παιδεία μας.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 16.11.2004