Στην Ελλάδα εφευρίσκουμε περίεργα ονόματα για να κρεμάμε τα προβλήματα. Ενα από αυτά είναι η «μεταναστευτική πολιτική». Κανείς δεν μας εξηγεί τι είναι, αλλά όλοι ξέρουμε ότι δεν την έχουμε.
H κατακλείδα κάθε συζήτησης για τη μετανάστευση (και ίσως ένα τρόπος να αποφεύγουμε τη συζήτηση σε βάθος) είναι το κλασικό: «Εγώ είμαι υπέρ της μετανάστευσης, αλλά οφείλουμε να έχουμε μεταναστευτική πολιτική. Να μας έρχονται όσοι χρειαζόμαστε…»
Το ερώτημα βέβαια που κανείς δεν απαντά είναι: «πόσους ακριβώς χρειαζόμαστε;» Χίλιους; Εκατό χιλιάδες; Ενα εκατομμύριο; Κανείς δεν διευκρινίζει. Απλώς γίνεται άλλη μια κουβέντα καφενείου, έτσι να ‘χουμε να λέμε και να αποφεύγουμε τα ακανθώδη ζητήματα.
Αυτό το επιχείρημα, όμως, δεν απαντά και στις επιπτώσεις του οικονομικού κύκλου. Δηλαδή ακόμη κι αν μαθαίναμε πόσους χρειαζόμαστε, υπάρχει ένα ερώτημα τι τους κάνουμε μετά, όταν «δεν τους χρειαζόμαστε». Την περίοδο μέχρι 2004, λόγω της οικονομικής άνθησης και των ολυμπιακών έργων, χρειαζόμασταν πολλά εργατικά χέρια. Το πρόβλημά μας όμως ήταν ότι μαζί με τα εργατικά χέρια, ήρθαν ολόκληροι άνθρωποι. Αυτοί είχαν όνειρα, ελπίδες, αισθήματα και οικογένειες. Πώς τους απολύουμε;
Η απάντηση στο ερώτημα «πόσους μετανάστες χρειαζόμαστε» είναι απλή: Οσους ακριβώς έχουμε. Οι μετανάστες, κατά κανόνα, μένουν σε μια χώρα όταν βρίσκουν δουλειά. Οι Αφγανοί, για παράδειγμα, δεν μεταναστεύουν λόγω του πολέμου, όπως θέλει η αριστερή μυθολογία. Αν ήταν έτσι θα σταματούσαν στο Πακιστάν ή έστω θα έφταναν μέχρι το Ιράν. Ξέρουν όμως ότι στην Ελλάδα και πιο δυτικά θα έχουν δουλειά και γι’ αυτό θαλασσοδέρνονται να φτάσουν ώς εδώ. Τι κι αν κάνουμε περιπολίες, τι κι αν ενισχύουμε το Λιμενικό; Οσο το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα χρειάζεται εργατικά χέρια, τόσοι περισσότεροι άνθρωποι θα έρχονται.
Το ζήτημα όμως είναι οι όροι με τους οποίους εργάζονται οι μετανάστες. Δυστυχώς, υπάρχει ένα win win game που πληθαίνει τα σαπιοκάραβα στο Αιγαίο. Τα χαμηλά (και ανασφάλιστα) μεροκάματα που συμφέρουν στους εργοδότες, είναι πλουσιοπάροχα για τους απελπισμένους. Ετσι, απόντος του κράτους όλο και περισσότεροι θα στοιβάζονται στο Εφετείο.
Το πρόβλημα, δηλαδή, δεν είναι ότι απουσιάζει η μεταναστευτική νομοθεσία, αλλά ότι δεν τηρείται η εργατική νομοθεσία. Αν υπήρχε αυστηρός έλεγχος στα εργοτάξια και τις βιοτεχνίες, αν εφαρμοζόταν κατά γράμμα ο νόμος τότε πάλι θα είχαμε ακριβώς όσους μετανάστες χρειαζόμασταν, αλλά και με τους όρους που θέλαμε. Τώρα έχουμε ακριβώς όσους μετανάστες χρειαζόμαστε, αλλά με όρους της πρώιμης βιομηχανικής επανάστασης. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση λειτουργεί η αγορά: στην πρώτη περίπτωση υπό τη ρύθμιση του κράτους και στη δεύτερη ανεξέλεγκτα.
Στην Ελλάδα εφευρίσκουμε περίεργα ονόματα για να κρεμάμε τα προβλήματα. Ενα από αυτά είναι η «μεταναστευτική πολιτική». Κανείς δεν μας εξηγεί τι είναι, αλλά όλοι ξέρουμε ότι δεν την έχουμε. Αυτή εμπεριέχει το «ιδανικό» τής κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας. Δηλαδή πώς θα εφαρμοζόταν μια περιλάλητη μεταναστευτική πολιτική; Αν μια βιοτεχνία στο Μπουρνάζι χρειαζόταν 5 κοπτορραπτούδες θα έκανε αίτηση στην υπηρεσία μετανάστευσης, και η εν λόγω υπηρεσία θα έκανε διεθνή διαγωνισμό κοπτορραπτούδων για να μας έρθουν πέντε και όχι έξι;
Γι’ αυτό μάλλον δεν χρειαζόμαστε καινούργιους νόμους. Ας εφαρμόσουμε αυτούς που έχουμε και βλέπουμε. Αλλά ας αρχίσουν, επιτέλους, να δουλεύουν οι υπηρεσίες και πολλά από τα προβλήματά μας θα λυθούν.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 28.5.2009