Η χώρα και η κυβέρνηση μια στροφή χρειάζονται. Τολμηρή και προς την κοινή λογική.
Ενα από τα βασικά προβλήματα στην Ελλάδα είναι πως δεν έχουμε όρους να συνεννοηθούμε. Φτιάχνουμε μόνο ταμπέλες για να υβρίζουμε. Αυτό απαντάται παντού, κυρίως στην πολιτική συζήτηση και πιο συγκεκριμένα στη Δεξιά.
Ιστορικά ο χώρος αυτός κατηγορήθηκε για τα πάντα. Από φασισμό (κάτι που συν όλα τ’ άλλα είναι μια ακραία μορφή κρατισμού), μέχρι συντηρητισμό (που είναι διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης) και μέχρι νεοφιλελευθερισμό (που είναι μια ακραία μορφή έλλειψης κράτους). Αναλόγως με τη συγκυρία επιλέγεται ένα ιδεολογικό επίθετο και προσκολλάται.
Αυτή η κατάσταση οφείλεται πρωτίστως στην ιδεολογική προπαγάνδα της Αριστεράς. Πρέπει όλοι να το ομολογήσουμε: Στο ιδεολογικό πεδίο η Αριστερά έκανε εξαιρετική δουλειά. Μπορεί τυπικά να μην κυβέρνησε ποτέ τον τόπο, αλλά όρισε τις έννοιες. Αυτό σημαίνει ότι προσδιόρισε το δημόσιο διάλογο στα μέτρα της και κατά συνέπεια έκανε μια ολόκληρη κοινωνία, όχι απλώς να διαλέγεται με τους όρους της, αλλά να σκέφτεται με τα δόγματά της. Η Αριστερά δεν κυβέρνησε ποτέ με το βούρδουλα την Ελλάδα, αλλά μόνο με το λόγο. Την εξουσιάζει τρόπον τινά ιδεολογικά. Κυρίως επειδή έπαιξε εν ου παικτοίς.
Δεν είναι άμοιρη ευθυνών γι’ αυτή την κατάσταση η Δεξιά παράταξη. Το έχουμε πει πολλάκις απ’ αυτή την εφημερίδα και θα το επαναλάβουμε για τελευταία φορά: Η Δεξιά στην Ελλάδα πάντα επένδυε στη διαχείριση του κράτους και ποτέ στην ιδεολογία. Επόμενο είναι, λοιπόν (πέρα από άλλες δυσλειτουργίες), να είναι έρμαιο της ταμπέλας που ο ιδεολογικός αντίπαλος της κολλά.
Το αυτό συμβαίνει και με τη δίχρονη διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Για παράδειγμα, έχει χαρακτηριστεί νεοφιλελεύθερη και συντηρητική ταυτόχρονα. Μα, συντηρητισμός σημαίνει διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης. Δηλαδή συντήρηση και του μεγάλου κράτους με όλα τα καλά ή τα κακά που έχει αυτό. Άρα δεν μπορεί να είναι νεοφιλελεύθερη, διότι ο νεοφιλελευθερισμός σημαίνει ρήξεις, έστω κι αν συμφωνήσουμε για την οικονομία της συζήτησης ότι πρόκειται για «κακές ρήξεις».
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, συντηρητική και «νεοφιλελεύθερη» κυβέρνηση ταυτόχρονα δεν γίνεται. Τι είναι, όμως, η κυβέρνηση; Μακάρι να ξέραμε. Εμφανίζει φιλελεύθερες πλευρές σε ό,τι αφορά πτυχές της οικονομίας και της κοινωνίας (π.χ. απελευθέρωση ωραρίου), εμφανίζεται κρατικιστική σε άλλα (π.χ. βασικός μέτοχος), Αριστερή σε κάποιες διακηρύξεις και δεξιά σε άλλες. Εξ ου και η χύδην κατηγοριοποίηση σε «λαϊκή» και «φιλελεύθερη» Δεξιά, ή «κόκκινων» και «γαλάζιων» υπουργών.
Μέσα, λοιπόν, στον αχταρμά των όρων και την ασάφεια των προσδιορισμών μας προέκυψε εσχάτως από τον αντιπολιτευόμενο Τύπο και η «δεξιά στροφή της κυβέρνησης». Κατ’ αρχήν για να προσδιοριστεί μια στροφή, πρέπει πρώτα να προσδιοριστεί το σημείο εκκίνησης. Αφού δεν έχουμε ξεκαθαρίσει αν η προηγούμενη στάση της κυβέρνησης είναι συντηρητική, νεοφιλελεύθερη, φιλελεύθερη κ.λπ. είναι έωλος και ο οποιοσδήποτε χαρακτηρισμός της θρυλούμενης στροφής της κυβέρνησης.
Κατά δεύτερον και ουσιαστικότερο η χώρα και η κυβέρνηση δεν χρειάζονται καμιά δεξιά, ούτε αριστερή στροφή. Χρειάζονται μια στροφή προς τον ορθολογισμό. Αυτά που ονομάζονται μεταρρυθμίσεις δεν είναι παρά το απόσταγμα της κοινής λογικής. Για παράδειγμα: Τι είναι πιο αριστερό; Να κρατηθεί η «Ολυμπιακή» με τα ελλείμματά της (που σημαίνει ότι να πληρώνουν οι αγρότες, οι μικρομεσαίοι, γενικώς και οι μη έχοντες, τα επιδοτούμενα ταξίδια που κάνουν οι κατά τεκμήριο περισσότερο έχοντες και κατέχοντες) ή να πουληθεί; Είναι αριστερή ή δεξιά πολιτική να επιδοτείται το βαμβάκι (και να οδηγούνται στην πείνα χιλιάδες καλλιεργητές του Τρίτου Κόσμου) με σοβαρές επιπτώσεις στα υδάτινα αποθέματα και στο περιβάλλον της χώρας; Είναι φιλελεύθερη ή συντηρητική πολιτική η διατήρηση του σημερινού ασφαλιστικού με όλα όσα συνεπάγεται για το μέλλον;
Η χώρα και η κυβέρνηση μια στροφή χρειάζονται. Τολμηρή και προς την κοινή λογική. Όλα τ’ αλλά είναι ιστορίες για αγρίους της προπαγάνδας…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 12.3.2006