Πολλές φορές αντί να λύνουμε πραγματικά προβλήματα, φτιάχνουμε φανταστικά. Δημιουργούμε και κάποιους αόρατους πρωταγωνιστές για να εξηγήσουμε τον κόσμο όσο πιο ανώδυνα μπορούμε.
Στην ψυχανάλυση υπάρχει ένας ενδιαφέρων όρος. Η «μετάθεση» είναι ένας μηχανισμός με τον οποίο συναισθήματα, ιδέες ή επιθυμίες μεταφέρονται από την πραγματικότητα σε ένα πιο αποδεκτό υποκατάστατο. Είναι φυσιολογικό: όταν τα άτομα έχουν πολλά προβλήματα και δεν θέλουν τα τα λύσουν, πετούν την μπάλα στην εξέδρα. Π.χ. ασχολούνται με την λύση άλλων προβλημάτων. Στις χειρότερες περιπτώσεις ασχολούνται με φανταστικά προβλήματα και στις πολύ βαριές φτιάχνουν και φανταστικούς παίκτες, έτσι για να λύνουν πιο εύκολα τα φανταστικά τους προβλήματα.
Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και με τις κοινωνίες. Πολλές φορές αντί να λύνουμε πραγματικά προβλήματα, φτιάχνουμε φανταστικά. Δημιουργούμε και κάποιους αόρατους πρωταγωνιστές για να εξηγήσουμε τον κόσμο όσο πιο ανώδυνα μπορούμε. Ετσι, μπορεί μεν να διογκώνουμε τις παθογένειες, αλλά τουλάχιστον ανακουφιζόμαστε προσωρινώς.
Ξαφνικά, στην Ελλάδα της μικρής γεωργικής παραγωγής μάθαμε ότι υπάρχουν μεγαλοτσιφλικάδες, οι οποίοι μάλιστα πίνουν το αίμα των Πακιστανών με το μπουρί της σόμπας. Πού βρέθηκαν όμως αυτοί; Πώς οι χθεσινοί μικροκτηματίες -για τους οποίους χύνουμε τόσα δάκρυα- έγιναν ξαφνικά γαιοκτήμονες; Πιθανότατα έχουμε να κάνουμε με μια μορφή «μετάθεσης». Κάνουμε διαφορετική ταξική ανάλυση της ίδιας πραγματικότητας. Αντί να λύσουμε (έστω επώδυνα) το πρόβλημα της χαμηλής παραγωγικότητας του αγροτικού τομέα βαφτίζουμε τους ίδιους αγρότες τη μια σαν κακομοίρηδες που απειλούνται με εξαφάνιση και την άλλη σαν στυγνούς εκμεταλλευτές των Πακιστανών.
Αν υπήρχε μόνο αυτό το φαινόμενο θα λέγαμε ότι η χώρα πάσχει από κάποια νεύρωση. Μόνο που η «μετάθεση» δεν σταματάει στους αγρότες δύο ταχυτήτων. Χρόνια τώρα ελεεινολογούμε τους μεσάζοντες. Εχουμε μεταθέσει ολόκληρο το πρόβλημα της ακρίβειας των αγροτικών προϊόντων πάνω τους. Το περίεργο είναι ότι ενώ αυτοί λυμαίνονται τα περισσότερα κέρδη, εμείς που υφιστάμεθα την εκμετάλλευση (αγρότες και καταναλωτές), υφιστάμεθα και τις συνέπειες. Δεν αντιδρούμε, δεν οργανωνόμαστε, δεν μποϊκοτάρουμε -βρε αδελφέ!- τους βδελυρούς. Είναι σαν να τους χρειαζόμαστε: Ολες οι αγκυλώσεις της εγχώριας αγοράς -που είναι και σκόρπια μικροσυμφέροντα- προσωποποιήθηκαν στους αόρατους μεσάζοντες.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, όμως, ζούμε σε ένα εικονικό περιβάλλον. Δεν λύνουμε προβλήματα, απλώς τα μεταθέτουμε στο φαντασιακό. Μεταθέσαμε π.χ. τη λύση του ασφαλιστικού στην αόρατη εισφοροδιαφυγή. Μόλις όμως η εισφοροδιαφυγή γίνει ορατή -όπως έγινε στη Μανολάδα Ηλείας- τότε κανείς δεν τη συζητάει. Κλείνουμε τα μάτια στο πρόβλημα και επιχειρούμε να λύσουμε τα χαμηλά μεροκάματα. Μέρες μετά θα ορυόμαστε για «την εισφοροδιαφυγή που έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη και απειλεί τα ταμεία». Αν όμως οι αγρότες πληρώσουν ασφαλιστικές εισφορές σε μετανάστες και μη, θα κλαίμε για τον «θάνατο του αγροτάκου».
Οσες μεταθέσεις και να κάνουμε, τα προβλήματα δεν λύνονται. Μπορεί να πάλλονται ευαίσθητες καρδιές στους κάμπους της Ηλείας, αλλά ο λογαριασμός της χαμηλής αγροτικής παραγωγικότητας ήδη έχει έρθει. Και γι’ αυτόν μεταθέσεις δεν χωρούν…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 27.4.2008