Οι περιορισμοί στον Τύπο συνήθως εφαρμόζονται λάθος, δημιουργώντας περισσότερα προβλήματα απ’ όσα λύνουν.
Σε μια από τις γκανγκ κωμωδίες που κυκλοφορούσαν παλιά, ο ήρωας της ταινίας βρίσκεται αντιμέτωπος μ’ ένα θηριώδη αντίπαλο. Τον κοιτά από την κορυφή μέχρι τα νύχια, γνωρίζει πως δεν μπορεί να του κάνει τίποτε και για να εκτονώσει την οργή του τραβάει μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα στο σύντροφό του, που βρισκόταν ακριβώς δίπλα. Όταν ο τελευταίος τον ρωτά «γιατί το έκανε αυτό», ο ήρωας της ταινίας απαντά «για να του δείξω τι μπορεί να πάθει αν τα βάλει μαζί μου».
Αυτή διαχρονικά είναι η στάση της ελληνικής Πολιτείας απέναντι στον Τύπο. Οποτεδήποτε βρίσκεται μπροστά σε ένα φαινόμενο που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει, τραβάει έναν περιορισμό στον Τύπο.
Αυτό έκανε η κυβέρνηση Μητσοτάκη με τις προκηρύξεις της «17 Νοέμβρη». Επειδή δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της τρομοκρατίας, απαγόρευσε στον Τύπο τη δημοσίευση των προκηρύξεων.
Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ο νόμος Πετσάλνικου επί κυβέρνησης Σημίτη. Τον πρώτο καιρό της ιδιωτικής τηλεόρασης πραγματικά υπήρξε πρόβλημα παρουσίασης των κατηγορουμένων από τα κανάλια. Ο δημοσιογραφικός κιτρινισμός που προϋπήρχε στις εφημερίδες εμφανιζόταν πολύ πιο έντονος στο γυαλί. Με τη συνεργασία των αρχών (θυμάστε τους αστυνομικούς που σήκωναν το κεφάλι των κατηγορουμένων για να τους τραβήξει η κάμερα;) γίνονταν δεοντολογικά εγκλήματα.
Το πρόβλημα, βέβαια, δεν ήταν μόνον ελληνικό. Και σ’ άλλες χώρες έπρεπε να αντιμετωπίσουν το αδηφάγο μάτι της κάμερας. Μόνον που εκεί οι αρχές αποφάσισαν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Όπως έγινε, επί παραδείγματι, στη Γερμανία. Όταν συνέλαβαν τους ισλαμιστές που κατηγορήθηκαν για συμμετοχή στο έγκλημα της 11ης Σεπτεμβρίου, οι αστυνομικοί προστάτευσαν τους κατηγορουμένους υψώνοντας σεντόνια κατά τη μεταγωγή τους.
Στην Ελλάδα, επειδή ο κρατικός μηχανισμός δεν κάνει ποτέ τη δουλειά του, η Πολιτεία προσφεύγει στην εύκολη κι επικίνδυνη λύση των απαγορεύσεων. Έτσι, στο υπαρκτό πρόβλημα της διαπόμπευσης των κατηγορουμένων ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Φίλιππος Πετσάλνικος είχε τη φαεινή ιδέα -έχει παράδοση το ΠΑΣΟΚ σε τέτοιου τύπου ανοησίες- της νομοθετικής απαγόρευσης οποιασδήποτε φωτογράφησης ή βιντεοσκόπησης κατηγορουμένων. Ο νόμος ψηφίστηκε, ο υπουργός έδωσε συνέντευξη, πολλοί ευαίσθητοι σταλινικοί τον χειροκρότησαν και μετά μπήκε στο ράφι. Δεκάδες κατηγορούμενοι παρέλασαν στα κανάλια, κάποιες φορές με πρωτοβουλία των αρχών: π.χ. η αστυνομία έδωσε στα κανάλια τη φωτογραφία του επίδοξου δολοφόνου της κ. Μπακογιάννη. Τελικά, ο νόμος εφαρμόστηκε άπαξ, πριν από μερικές ημέρες, επί δικαίων ενός περιφερειακού καναλιού. Ένας δημοσιογράφος κι ένας εικονολήπτης από την Πάτρα καταδικάστηκαν από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πατρών σε ποινή φυλάκισης οκτώ μηνών και χρηματικό πρόστιμο ύψους 30.000 ευρώ, για μια συνέντευξη κατηγορούμενου εκτός δικαστηρίου, και παρά το γεγονός ότι υπήρχε συναίνεση του τελευταίου.
Ένας νόμος, λοιπόν, ο οποίος, ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι είχε καλές προθέσεις, έγινε θηλιά στην ελευθερολογία.
Το ίδιο φοβόμαστε ότι θα γίνει και με την υπόθεση των υποκλοπών. Επειδή εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι η Πολιτεία αδυνατεί να συλλάβει τους εγκληματίες υποκλοπείς, το πιθανότερο είναι (και προς αυτή την κατεύθυνση φτιάχνεται το κλίμα) να νομοθετηθεί γενική απαγόρευση για τη δημοσιοποίηση προϊόντων υποκλοπής.
Πολλοί μπορεί να θεωρήσουν αυτή την απαγόρευση θεμιτή, παρά το γεγονός ότι αντισυνταγματικώς δημιουργείται προληπτική λογοκρισία («O Τύπος είναι ελεύθερος. H λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται» Αρ. 14 παρ. 2). Ισχυρίζονται ότι αν δεν υπάρχει το κίνητρο της δημοσιοποίησης των προϊόντων υποκλοπής θα πάψουν και οι υποκλοπές. Καταρχήν αυτό ήταν και το σκεπτικό της νομοθεσίας που απαγόρευε τη δημοσιοποίηση των προκηρύξεων. Είναι αληθές ότι από ένα σημείο και μετά η «17 Νοέμβρη» δολοφονούσε για να βλέπει τα παραληρήματά τους δημοσιοποιημένα. Αυτή η στήλη διαφώνησε με τη δημοσιοποίηση των προκηρύξεων («Ένα κόκκινο αστέρι», Απογευματινή 17.9.2002), αλλά αυτό πρέπει να είναι θέμα αυτορύθμισης των δημοσιογράφων, γιατί, όπως είχε πει και ο πρόεδρος των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον, «δεν πρέπει να εξετάζουμε ένα νόμο υπό το πρίσμα του καλού που θα επιφέρει αν εφαρμοστεί σωστά, αλλά υπό το πρίσμα του κακού που θα κάνει αν εφαρμοστεί λάθος».
Οι περιορισμοί στον Τύπο συνήθως εφαρμόζονται λάθος, δημιουργώντας περισσότερα προβλήματα απ’ όσα λύνουν.
Η δεύτερη αδυναμία είναι πως οι υποκλοπές δεν γίνονται μόνο προς δημοσιοποίηση των προϊόντων τους. Αυτό είναι ίσως το τελευταίο υποπροϊόν της παράνομης αυτής διαδικασίας. Γίνονται για κατασκοπεία (άρα ένας περιορισμός του Τύπου δεν βοηθά) ή για εκβιασμό (ο οποίος μπορεί να γίνει διά πολλών μεθόδων πέραν της απειλής δημοσιοποίησης).
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι ένας ακόμη περιορισμός στον Τύπο μπορεί να δημιουργήσει προς στιγμήν την ψευδαίσθηση ότι λύνουμε ένα πρόβλημα. Μόνον που ούτε το πρόβλημα θα λυθεί και θα προστεθεί μια ακόμη θηλιά στον Τύπο, που γνωρίζουμε από προηγούμενη εμπειρία πολύ καλά πως θα χρησιμοποιηθεί στο μέλλον.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 19.2.2006