Μια κοινωνία δεν κρίνεται από ένα έγκλημα κάποιου αλλοδαπού. Κρίνεται την επόμενη μέρα, από τη θλίψη ή την αδιαφορία της για την ανθρώπινη ζωή που χάθηκε…
Ο καλύτερος τρόπος για τη διαιώνιση των προβλημάτων είναι η άγνοια της ύπαρξής των. Ειδικά όταν αυτή βασίζεται σε μια αυταρέσκεια της οποίας κοινή επωδός είναι: «Εμείς δεν έχουμε τέτοιου είδους προβλήματα». Κάπως έτσι, πίσω από αυτάρεσκες επισημάνσεις, διαιωνίζεται και θα διογκώνεται ο ρατσισμός στη χώρα.
«Μα είναι οι Έλληνες ρατσιστές;», θα αναρωτηθούν κάποιοι. Η απάντηση είναι: Κατηγορηματικά, όχι. Οι Έλληνες δεν είναι ρατσιστές. Δεν είναι καν αντιρατσιστές. Όμως, αυτή καθ’ αυτή η ερώτηση εμπεριέχει ρατσιστική λογική, όπως εύστοχα είχε επισημάνει παλιότερα ο συγγραφέας κ. Νίκος Δήμου. Το να προσδίδεις σε ένα ολόκληρο λαό κάποιο αρνητικό (ή ακόμη, και κάποιο θετικό) χαρακτηριστικό είναι ρατσισμός. Φτιάχνεις ανεπίτρεπτα και ανεδαφικά στερεότυπα.
Οι Έλληνες, λοιπόν, δεν είναι ρατσιστές και δεν είναι αντιρατσιστές. Δεν αγαπούν και δεν μισούν τους ξένους. Υπάρχουν Έλληνες που είναι ρατσιστές κι Έλληνες που είναι αντιρατσιστές. Έλληνες που αγαπούν και Έλληνες που μισούν τους ξένους.
«Μα οι ρατσιστές είναι μειοψηφία», θα εκραγούν κάποιοι. Πιθανόν, αλλά σάμπως η «Κου Κλουξ Κλαν» ήταν πλειοψηφικό ρεύμα στις ΗΠΑ;
Το ρατσιστικό φαινόμενο υπάρχει στην Ελλάδα και εμφανίζεται δυστυχώς όλο και πιο συχνά. Το είδαμε σε πλήρη έκταση πριν από ενάμισι χρόνο και με ένα καθαρά ρατσιστικό έγκλημα στη Ζάκυνθο, το ξαναβλέπουμε και τώρα με αφορμή την άγρια δολοφονία ενός δεκαεπτάχρονου παλικαριού στο Ρέθυμνο. Πιθανότατα, το τελευταίο έγκλημα δεν είχε αμιγώς ρατσιστικά κίνητρα (όπως αυτό της Ζακύνθου), αλλά είχε ρατσιστική συνέχεια. Αυτό που πρέπει περισσότερο να μας προβληματίσει δεν είναι η στυγερή δολοφονία καθαυτή, αλλά η στάση της τοπικής κοινωνίας απέναντι στο έγκλημα, που είναι η τυπική ελληνική στάση σε τέτοιου τύπου φαινόμενα.
Κάθε φορά που βρισκόμαστε μπροστά σε τέτοια περιστατικά, η πρώτη μας αντίδραση είναι να κλείνουμε τα μάτια ερμητικά. Να θεωρούμε εαυτούς εμβολιασμένους στην ασθένεια του ρατσισμού. Έτσι έγινε και στο Ρέθυμνο. Διάφοροι γνωμηγέτες της περιοχής (δημοσιογράφοι, πολιτικοί παράγοντες κ.λπ.) έσπευσαν να μας πείσουν ότι δεν υπάρχει κανένα ρατσιστικό κίνητρο διότι στη συμμορία που μπούκαρε στο σπίτι του δύστυχου νεαρού μετείχε μια κοπέλα βουλγαρικής καταγωγής κι ένας Σύρος. Αυτό αφενός δεν αποδεικνύει τίποτε για τα κίνητρα κι αφετέρου στην ιστορία του ρατσισμού πάντα υπήρχαν οι «λιγότερο μαύροι» που μισούσαν περισσότερο ίσως κι από τους λευκούς τους «εντελώς μαύρους». Όσο νωρίτερα καταλάβουμε ότι δεν υπάρχει νομός ή χώρα με αδιαπέραστα στο ρατσισμό σύνορα τόσο ταχύτερα θα περιορίσουμε το πρόβλημα.
Η δεύτερη αντίδραση είναι η πολιτική των δήθεν ίσων αποστάσεων απέναντι στο θύτη και το θύμα. «Ναι, είναι κακό αυτό που έγινε, αλλά και οι Αλβανοί, μπήξε, δείξε…». Ήταν εξαιρετικά ανησυχητικές οι δηλώσεις που μετέδωσε από το Ρέθυμνο ο τηλεοπτικός σταθμός «Άλφα» μετά το έγκλημα. Παραήταν πολλοί εκείνοι που είπαν: «Αλβανός ήταν κάτι θα έκανε». Μια νέα (!) μάλιστα κοπελιά δήλωσε «έχουν παραπάρει αέρα οι Αλβανοί τελευταία»!
Η υγεία μιας κοινωνίας δεν κρίνεται από ένα έγκλημα που μπορεί να έχει ή να μην έχει ρατσιστικά κίνητρα. Δεν κρίνεται ακόμη κι αν αποδειχθεί ότι έγινε κάποιο ρατσιστικό έγκλημα. Σε όλες τις κοινωνίες του κόσμου, κάποιοι παλαβοί θέλουν να εξοντώσουν τους «κακομούτσουνους».
Η υγεία μιας κοινωνίας κρίνεται από τη στάση της μετά το έγκλημα. Από το πόση απέχθεια νιώθει γι’ αυτό ή από το αν ψάχνει να βρει δικαιολογίες ρατσιστικού τύπου, όπως «και οι Αλβανοί έχουν πάρει πολύ αέρα τελευταία». Από το αν δικαιολογεί το έγκλημα επειδή το θύμα είναι Αλβανός, ή οργίζεται περισσότερο επειδή ο θύτης είναι Ρώσος.
Μια κοινωνία δεν κρίνεται από ένα έγκλημα. Κρίνεται την επόμενη μέρα, από τη θλίψη ή την αδιαφορία της για την ανθρώπινη ζωή που χάθηκε…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 8.1.2006