Το ένα τρίτο της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ αναρωτιέται ακόμη γιατί υπάρχει ακρίβεια…
Αναρωτιούνται λοιπόν οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ: «Α. Γιατί δεν λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα συγκράτησης του κύματος των αυξήσεων και αφήνει την αγορά να λειτουργήσει ανεξέλεγκτα ευνοώντας το παραεμπόριο, την κερδοσκοπία, την λαθρεμπορία.
» Β. Γιατί δεν φροντίζει να διασφαλιστεί ο υγιής ανταγωνισμός στα πλαίσια κανόνων για την αγορά και δεν παρεμβαίνει εκεί που πραγματικά υπάρχουν φαινόμενα συγκέντρωσης δυνάμεων και εναρμονισμένων πρακτικών.»
Θα περίμενε κανείς από βουλευτές ενός κόμματος που έχει κάνει τόσα χρόνια στην κυβέρνηση, όχι να μην μιλά διότι έχει ευθύνες -μακριά από την στήλη αυτές οι συμψηφιστικές κι ανόητες λογικές- αλλά να έχουν καταλάβει κάτι περισσότερο για την λειτουργία της οικονομίας και τα προβλήματά της. Θα περίμενε κανείς ότι τουλάχιστον οι έξι από τους επτά πρώην υπουργούς που υπηρέτησαν στο οικονομικό επιτελείο ή στο υπουργείο Ανάπτυξης και συνυπογράφουν την επερώτηση να κατανοούσαν τα αδιέξοδα της κρατικοπαρεμβατικής πολιτικής στην αγορά (Σ.Σ.: ο κ. Κίμων Κουλούρης δεν πιάνεται. Αυτός ούτε κατάλαβε ποιος είναι ο ρόλος ενός υπουργού, αλλά ούτε κι εμείς καταλάβαμε γιατί έγινε υφυπουργός και μάλιστα Ανάπτυξης).
Διότι τι άλλο μπορούμε να υποθέσουμε από την αποστροφή στην επερώτηση «η κυβέρνηση (…) προετοιμάζει μέτρα, (όπως με το ωράριο λειτουργίας) που θα εντείνουν τα προβλήματά τους και φυσικά θα ενισχύσουν μονομερώς την ανταγωνιστικότητα μόνο των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων.» Αλήθεια: το ΠΑΣΟΚ είναι τελικά υπέρ ή κατά της απελευθέρωσης του ωραρίου;
Βέβαια τα στοιχεία που αναφέρονται στην ερώτηση είναι σωστά και άκρως ανησυχητικά: «Τα καταναλωτικά δάνεια σε καθυστέρηση το 2003», γράφουν οι 34, «ανήλθαν στο ύψος των 967,2 εκατ. ευρώ, ενώ μόνο για το εννιάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2004 ανήλθαν στο ύψος των 1.19 δις ευρώ (εξαιρουμένης της ΑΤΕ). Τα στοιχεία για την αγορά δείχνουν τις συνέπειες που έχει η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης και την “ασφυξία” που επιφέρει κύρια για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Οι ακάλυπτες επιταγές για παράδειγμα, αυξήθηκαν το 2004 κατά 33% σε σχέση με το 2003 και ξεπερνούν το 40% του συνόλου των επιταγών.»
Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι το μοντέλο της κατανάλωσης χωρίς πρωτογενή παραγωγή και της αλά Γκρεκ μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας (ανοίγω μαγαζάκι 30 τ.μ., παίρνω το εμπόρευμα βερεσέ, πουλώ με κέρδος 50-70% και προσπαθώ να ζήσω ολόκληρη φαμίλια από την πώληση ενός υποκαμίσου την ημέρα) έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα ανθίζει παντού στον κόσμο -ακόμη και στην πλέον απελεύθερη οικονομία που είναι η αμερικανική- μόνο που είναι διαφορετική επιχειρηματικότητα. Ή, καλύτερα: είναι επιχειρηματικότητα. Βρίσκει πραγματικά κενά της αγοράς, στηρίζεται σε ένα στοιχειώδη σχεδιασμό, εκμεταλλεύεται μικρές έστω οικονομίας κλίμακας, εφαρμόζει νέες ιδέες, υπολογίζει και σέβεται τον πελάτη. Δεν στηρίζεται στο «βρέξει-χιονίσει το κράτος θα είναι εδώ για να μας προστατεύσει από τον ανταγωνισμό».
Είναι χαρακτηριστικό πάντως της νοοτροπίας που διέπει ακόμη το ΠΑΣΟΚ ότι στο πραγματικό πρόβλημα της οικονομίας αφιερώνονται μόλις σαράντα λέξεις από τις 1.150 που απαρτίζουν την επερώτηση: «Φυσικά την ίδια ώρα λείπει δραματικά (sic) κάθε πολιτική, κάθε στρατηγική που εγγυάται και να προωθεί την Ανάπτυξη, την ενίσχυση της Ανταγωνιστικότητας και των επενδύσεων, την διασφάλιση του μέλλοντος της ελληνικής παραγωγής, των ελληνικών επιχειρήσεων και φυσικά της απασχόλησης σ’ αυτές.»
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 31.3.2005