Η σύγκριση με το παρελθόν είναι άδικη. Από τη μια μεριά της ζυγαριάς βάζουμε τα λίγα μεγάλα έργα του παρελθόντος (ξεχνώντας τα πολλά υποπροϊόντα κάθε εποχής) και από την άλλη το σύνολο των σημερινών έργων, από τα οποία δεν ξέρουμε ακόμη ποια θα αντέξουν. Η σύγκριση δεν μπορεί παρά να είναι καταλυτική υπέρ του παρελθόντος.
Είναι πολλοί εκείνοι που με θαυμαστή περιοδικότητα χύνουν καυτά δάκρυα για τον ελληνικό πολιτισμό που χάνεται εξαιτίας της ξενόφερτης κι αμερικανόδουλης παγκοσμιοποίησης. Μιλούν για τα ήθη που ξεφτίζουν, τη γλώσσα που οσονούπω θα σβήσει, για μύρια πολιτισμικά δεινά που πλήττουν ή θα πλήξουν τον τόπο. Μια ματιά όμως στην έρευνα για την πολιτιστική σοδειά της τελευταίας δεκαετίας (Καθημερινή 12.1.2003) άλλα δείχνει. Από το 1993 μέχρι το 2001 οι νέες εκδόσεις αυξήθηκαν κατά 74%. Σύμφωνα με έρευνα της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας την δεκαετία 1988-1998 οι Έλληνες αύξησαν τις κατά κεφαλήν δαπάνες για βιβλία κατά 250%. Από το 1993 μέχρι το 2002 οι νέοι ελληνικοί δίσκοι αυξήθηκαν από 64 σε 929 (!), ενώ οι θεατρικές σκηνές στην Αθήνα κατά 67%. Σχετικά με τον κινηματογράφο -για τον οποίο τόσες οιμωγές υφιστάμεθα κάθε χρόνο- τα νούμερα είναι καλύτερα: οι κινηματογραφικές αίθουσες διπλασιάστηκαν ενώ οι ταινίες που παρήγαγε το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου υπερδιπλασιάστηκαν.
Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι η ελληνική πολιτιστική παραγωγή και κατανάλωση αυξάνεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς. Βέβαια, όποτε οι καθ’ έξιν μοιρολογίστρες και οι κατ’ επάγγελμα κινδυνολόγοι στριμώχνονται από αντικειμενικούς αριθμούς προβάλλουν τη σοφιστεία της ποιότητας (αν δεν είναι και κατ’ επάγγελμα μεταμοντέρνοι για να προσβάλλουν και την αντικειμενικότητα ως αυθύπαρκτη έννοια). «Που ‘ναι οι παλιές καλές ταινίες;» αναρωτιόνται. «Δεν γράφονται πια τέτοια τραγούδια», αποφαίνονται. «Λείπουν τα μεγάλα πνευματικά μεγέθη», διαπιστώνουν.
Αυτή η σύγκριση πηγάζει από μια ανθρώπινη μεν, ατεκμηρίωτη δε εξιδανίκευση του παρελθόντος. Κάποιοι νοσταλγούν τα νιάτα τους και ζωγραφίζουν με παστέλ χρώματα τις παλιές εποχές, σβήνοντας ταυτόχρονα όλες τις σκληρές πτυχές αυτού του παρελθόντος. Έτσι εκείνοι εξιδανικεύουν το χθες του πολιτισμού μας ξεχνούν ότι οι παραγωγοί τότε ήταν (στην καλύτερη περίπτωση) ανεκτοί από την ελληνική κοινωνία, σίγουρα πένητες, τα δε έργα τους γινόταν κτήμα ολίγων. Ανακυκλώνονταν απλώς στο πατάρι του Zonar’s και σε μερικά άλλα στέκια λογίων της Αθήνας.
Η σύγκριση με το παρελθόν είναι άδικη. Από τη μια μεριά της ζυγαριάς βάζουμε τα λίγα μεγάλα έργα του παρελθόντος (ξεχνώντας τα πολλά υποπροϊόντα κάθε εποχής) και από την άλλη το σύνολο των σημερινών έργων, από τα οποία δεν ξέρουμε ακόμη ποια θα αντέξουν. Η σύγκριση δεν μπορεί παρά να είναι καταλυτική υπέρ του παρελθόντος.
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι όλα πάνε καλά κι άγια στον πολιτισμό και τη γλώσσα μας; Φυσικά όχι. Μύρια πράγματα πρέπει να διορθωθούν. Αλλά όταν μας παραλύει ο φόβος που προκαλεί η ισοπέδωση, τίποτα δεν διορθώνεται…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 13.1.2003