Όπως οι αμερικανοί τουρίστες τριγυρνούν στα πανηγύρια βγάζοντας φωτογραφίες και επιφωνήματα θαυμασμού, έτσι και διάφοροι εξ ευωνύμων θεοποιούν το λαϊκό ως περίπου την έσχατη αλήθεια.
«Το 1996 πρωταθλήτρια Ευρώπης ανεδείχθη η Γερμανία. Στη μεγάλη πλατεία του Βερολίνου (;) συνέρευσε πλήθος μέγα. Στο μπαλκόνι, όλοι οι επίσημοι, με πρώτο τον Χέλμουτ Κολ, περιτριγυρισμένοι από τους ποδοσφαιριστές της Εθνικής και τον προπονητή. Αυτή η επιτυχία -είπε ο Κολ- επιβεβαιώνει τις αρετές του Γερμανικού έθνους. Δηλαδή τη μεθοδικότητα, την πειθαρχία και την αποτελεσματικότητα… Κάποιοι ανατρίχιασαν -ακούγοντας περί… αρετών, και δη των συγκεκριμένων-, αλλά ουδείς στη Γερμανία διανοήθηκε να καταφερθεί εναντίον του κ. Κολ.» Αυτά έγραφε χθες ο αρθρογράφος της «Ελευθεροτυπίας» κ. Γιάννης Τριάντης (Το αγλαό πλήθος (και οι κήνσορες), Ελευθεροτυπία 7.8.2004), και να συμπληρώσουμε τις παρατηρήσεις του: Στην ίδια διοργάνωση η τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας κ. Μάργκαρετ Θάτσερ έκανε την πιο σοβινιστική δήλωση (πιθανώς όλων των εποχών) με αφορμή ένα ματς. Όταν λοιπόν η Γερμανία του κ. Κολ, απέκλεισε την Βρετανία της κ. Θάτσερ, η Βρετανή πρωθυπουργός δήλωσε φλεγματικά: «μπορεί να μας νίκησαν στο εθνικό μας παιχνίδι, αλλά ας μην ξεχνάνε ότι εμείς στον 20ο αιώνα τους έχουμε νικήσει δύο φορές στο δικό τους εθνικό παιχνίδι!». Δεν θυμάμαι να την έκραξε τότε κανείς, αλλά αυτό δεν σημαίνει ταυτόχρονα ότι η ποδοσφαιρική ψηφοθηρία της αποτελεί αρετή.
Υπήρξαν δύο τρόποι θέασης αυτού του ανεπανάληπτου πανηγυριού που στήθηκε με αφορμή το ήσσονος -για τη συνολική πορεία της χώρας- γεγονότος, δηλαδή της κατάκτησης ενός ευρωπαϊκού κυπέλλου. Ο πρώτος είναι αυτός που σάρκασε χθες ο κ. Τριάντης: «Ε, λοιπόν, όλοι ετούτοι -λίγοι είναι η αλήθεια- που ενοχλούνται από τις… κόρνες, που νιώθουν δυσανεξία απέναντι στο γαλανόλευκο πλήθος, που πετάνε τους κεραυνούς της “διαφωτισμένης” λογικής τους εναντίον του… “εθνικισμού”, που βλέπουν τον κόσμο να γεμίζει χαρούμενος τους δρόμους και τις πλατείες και αισθάνονται περιφρόνηση για την… πεπλανημένη μάζα.»
Ο δεύτερος και πιο Αριστερός είναι ολίγον τι …τουριστικός. Όπως οι αμερικανοί τουρίστες τριγυρνούν στα πανηγύρια βγάζοντας φωτογραφίες και επιφωνήματα θαυμασμού, έτσι και διάφοροι εξ ευωνύμων θεοποιούν το λαϊκό ως περίπου την έσχατη αλήθεια. Αν κάτι πηγάζει από τις μάζες πρέπει να τεθεί υπεράνω κριτικής. Δεν νοείται να ζυγιαστεί το λαϊκό αισθητήριο. Όχι μόνο γιατί είναι αλάνθαστο, αλλά γιατί ορίζει τι είναι σωστό και τι λάθος. Αυτό εξάλλου δεν υμνούμε σε κάθε ψηφοφορία; Η Δημοκρατία το επιτάσσει. Μέτρο της ορθότητας είναι η πλειοψηφία. Δεν είναι σοφό κάθε εκλογικό αποτέλεσμα; Γιατί να μην είναι λοιπόν σοφό κάθε λαϊκό ξέσπασμα;
Μόνο που η ιστορία έχει διάφορες ενοχλητικές λεπτομέρειες για τον κανόνα του πλήθους. Τον Βαραββά επέλεξε ο λαός να γλιτώσει από τον σταυρό του μαρτυρίου, τον Αριστείδη εξοστράκισε ο Δήμος, τον Αλκιβιάδη επέλεξε ως στρατηλάτη, τον Χίτλερ και τον Ναπολέοντα αποθέωσε, την κ. Βίσση έκανε σούπερ σταρ, τον Ανδρέα Παπανδρέου λάτρεψε. Όπερ σημαίνει ότι ο κανών του πλήθους δεν νομιμοποιεί τίποτε, άρα η κριτική του δεν απονομιμοποιείται. Έστω κι αν πηγάζει από τον κ. Γιώργο Βέλτσο. «Ρωτήθηκε κάποτε η Ελένη Βιτάλη», ιστορεί ο κ. Τριάντης, «τι είναι λαϊκό τραγούδι. Κι [εκείνη] έδωσε την εξής απάντηση: “Είναι το τραγούδι που δεν καταλαβαίνει ο Βέλτσος”»
Χαριτωμένη η παρατήρηση της κ. Βιτάλη, αλλά πάλι δεν καταλαβαίνω. Το «αγλαό πλήθος» παράγει αξιώματα, απέναντι στα οποία δεν μπορούμε καν να υψώσουμε το φρύδι, ή «να σαρκώσουμε μια φαντασμαγορική εναντίωση απέναντι στη -δήθεν λαϊκίστικη- συμπεριφορά της πλειονότητος». Και αν καμιά συμπεριφορά της πλειονότητας δεν είναι λαϊκιστική, ο λαϊκισμός πως ορίζεται;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 8.7.2004