Ο χώρος των προμηθειών των Ενόπλων Δυνάμεων είναι προνομιακός για τη διαφθορά. Και αυτό γιατί ο έλεγχος είναι από ελλιπής έως ανύπαρκτος.
Έκπληκτοι, πριν από μερικά χρόνια, οι Αμερικανοί πληροφορήθηκαν ότι το ναυτικό τους αγόραζε τα γαλλικά κλειδιά προς 29 δολάρια χονδρική, ενώ οι ίδιοι μπορούσαν να τα πάρουν από το κατάστημα σιδηρικών προς 5 δολάρια το ένα. Οι βίδες έφταναν τα 2 δολάρια το κομμάτι, ενώ εκείνοι έπαιρναν δέκα στο δολάριο κ.λπ.
Ο χώρος των προμηθειών των Ενόπλων Δυνάμεων είναι προνομιακός για τη διαφθορά. Και αυτό γιατί ο έλεγχος είναι από ελλιπής έως ανύπαρκτος. Καταρχήν, σε ό,τι αφορά την άμυνα μιας χώρας, το κόστος έρχεται πάντα τελευταίο στις προτεραιότητες. Οι στρατιωτικοί, έχοντας απέναντι τις πραγματικές (ή και κάποιες φορές φανταστικές) προόδους των αντιπάλων στρατών, ζητούν όλο και πιο εκλεπτυσμένα, όλο και πιο ακριβά όπλα. Ταυτόχρονα, αυτά είναι και πολύπλοκα όπλα, με αποτέλεσμα να χάνει ο φορολογούμενος το λογαριασμό και οι ελέγχοντες να μην μπορούν να κατανοήσουν εάν και πόσο αναγκαία είναι αυτά. Παραφράζοντας έναν Αμερικανό επιχειρηματία, θα λέγαμε ότι τα μισά λεφτά που ξοδεύουμε για όπλα είναι άχρηστα. Απλώς, δεν θα μάθουμε ποτέ ποια μισά είναι αυτά.
Χαρακτηριστικό ιστορικό παράδειγμα ήταν η ανάπτυξη των αμερικανικών διηπειρωτικών πυραύλων στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου. Οι αναφορές των στρατιωτικών στο αμερικανικό Πεντάγωνο ήταν απελπιστικές: Η τότε ΕΣΣΔ, έλεγαν, έχει αναπτύξει ένα εκτεταμένο σύστημα διηπειρωτικών πύραυλων, που θα μπορούσε να ισοπεδώσει τις ΗΠΑ σε διάστημα λίγων λεπτών. Η πολιτική ηγεσία επείσθη για τον κίνδυνο και ξεκίνησε η εκτεταμένη παραγωγή των φονικών αυτών όπλων. Όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση και άνοιξαν τα αρχεία της, όλοι έμαθαν ότι την περίοδο που γίνονταν οι αναφορές απελπισίας οι ΗΠΑ διέθεταν έντεκα διηπειρωτικούς πυραύλους και η ΕΣΣΔ κανέναν.
Ο κοινωνικός έλεγχος, από την άλλη, συσκοτίζεται πολλές φορές και με την επίκληση των εθνικών κινδύνων. Οι δαπάνες στην άμυνα είναι επένδυση για μια χώρα, αλλά σε αντίθεση με άλλου τύπου επενδύσεις δεν συζητιούνται ευρέως. Αν δηλαδή μια κυβέρνηση αποφασίσει να κάνει ένα μεγάλο έργο, αυτό θα πυροδοτήσει έναν εκτεταμένο διάλογο (θεσμικό και μη). Θα εξετασθεί η σκοπιμότητα του έργου, το κόστος, οι εναλλακτικές λύσεις κ.λπ. Εάν μια κυβέρνηση αποφασίσει, για παράδειγμα, να αγοράσει ένα σύστημα ασφάλειας των φρεγατών (που πιθανότατα κοστίζει όσο ένα μεγάλο έργο), η συζήτηση δεν γίνεται με την επίκληση υπαρκτών ή ανύπαρκτων εθνικών λόγων. Όπου όμως δεν υπάρχει πολιτικός και κοινωνικός έλεγχος των δημόσιων δαπανών, αυτές διογκώνονται υπέρογκα και δημιουργούνται παράθυρα ευκαιρίας στη διαφθορά.
Ο τρίτος λόγος άπτεται των «εθνικών συμφερόντων» και έχει να κάνει με τις πολιτικές σκοπιμότητες των προμηθειών. Η απόφαση, δηλαδή, για το αν η Ελλάδα θα πάρει F-16 ή «Eurofighter» δεν μπαίνει στο ζύγι ούτε του κόστους ούτε της καταλληλότητας (στο βαθμό που αυτά μπορούν να ελεγχθούν, αφού πρόκειται για πολύπλοκα μηχανήματα), αλλά της πολιτικής σκοπιμότητας. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποφάσισε την αγορά των «Μιράζ F-1» τη δεκαετία του 1970, διότι άλλαζε το αμυντικό δόγμα της χώρας και δεν ήθελε να είναι η Ελλάς πλήρως εξαρτημένη από τις ΗΠΑ σε ό,τι αφορά τα οπλικά συστήματα.
Πρόβλημα όμως γεννάται από το γεγονός ότι οι πολιτικές αποφάσεις δεν είναι ακριβής επιστήμη. Δεν μπορεί να κριθεί π.χ. εάν τα λιγότερο αποτελεσματικά ρώσικα αντιαεροπορικά συστήματα που πήρε το ΠΑΣΟΚ ήταν αποτέλεσμα συναλλαγής ή χάρη στη Ρωσία, για να υποστηρίξει τη χώρα στα διεθνή fora. Εκεί λοιπόν ανοίγει κι άλλο παράθυρο διαφθοράς. Υπό το αληθές ή ψευδές πρόσχημα των εθνικών επιδιώξεων, γίνεται αδύνατος ο αντικειμενικός έλεγχος των προμηθειών.
Υπάρχει λοιπόν λύση για να βρεθεί άκρη σ’ αυτόν το βρόμικο δαίδαλο των αμυντικών εξοπλισμών; Λίγες φορές, κι αυτό αν βρεθεί ο μίτος της Αριάδνης, δηλαδή κάποια καταγγελία, όπως αυτές που κάνει ο Γάλλος πρώην μάνατζερ της εταιρείας «Θαλής» Μισέλ Ζοσεράν. Από κει πρέπει να ξεκινήσουν οι δικαστικές αρχές για να ξεκαθαρίσει το τοπίο, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά ένα κομμάτι των προμηθειών. Γιατί σίγουρα θα υπάρχουν κι άλλα, για τα οποία κανείς δεν μίλησε και δεν θα μιλήσει ποτέ.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 2.10.2005