H ελληνική κρίση του Τύπου έχει τόση σχέση με τη διεθνή κρίση του Τύπου, όσο έχει η κρίση της ελληνικής οικονομίας με τη διεθνή οικονομία.
H ελληνική κρίση του Τύπου έχει τόση σχέση με τη διεθνή κρίση του Τύπου, όσο έχει η κρίση της ελληνικής οικονομίας με τη διεθνή οικονομία. Εφάπτονται, αλλά έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Φυσικά, υπάρχει το «αγκάθι» του Διαδικτύου, αλλά το πρόβλημα του ελληνικού Τύπου -όπως και της ελληνικής οικονομίας- είναι πρωτίστως πρόβλημα παραγωγής και καινοτομίας. Οι προκλήσεις, όπως και οι ευκαιρίες αναδιάρθρωσης, ήρθαν και παρήλθαν χωρίς καν να συζητηθούν σοβαρά. Ετσι, ενώ τα πράγματα γύρω μας αλλάζουν ραγδαία, η χώρα (όπως και ο Τύπος) έμεινε σε ένα παλιό αναπτυξιακό μοντέλο, το οποίο οδήγησε σε αδιέξοδα.
Η κρίση στον Τύπο είναι ίσως ο ιδεότυπος για να καταλάβουμε τη στρεβλή επίδραση που είχε η παρουσία του μεγάλου, συγκεντρωτικού και αδιαφανούς κράτους στην ελληνική οικονομία. Το γεγονός ότι η χώρα με τη μικρότερη αναγνωσιμότητα στον δυτικό κόσμο έχει τις περισσότερες εφημερίδες οφείλεται στην ελπίδα (η οποία πολλές φορές έγινε πραγματικότητα) ότι το κράτος είναι εκεί και έχει τα χρήματα να σώσει ένα από τα πολλά κοινωνικά αγαθά που κυκλοφορούν στη χώρα μας, την ενημέρωση.
Πάνω σ’ αυτήν την αντίληψη και με την αδιαφανή διαχείριση των δημοσίων πόρων, πολλοί «εκδότες» έγιναν πλούσιοι χωρίς καν να προσφέρουν το αγαθό (κοινωνικό ή άλλο) της ενημέρωσης. Στήθηκαν επιχειρήσεις χωρίς επενδύσεις, φτιάχτηκαν Μέσα χωρίς αξιοπιστία, πλημμύρισαν με χαρτί τα περίπτερα και οι συχνότητες με ανοησίες. Τα ελληνικά ΜΜΕ είναι ίσως το πιο εμφανές σύμπτωμα της ασθένειας που δέρνει την ελληνική οικονομία: μεγάλο, συγκεντρωτικό και αδιαφανές κράτος που χρηματοδοτεί με διάφορους τρόπους ότι βολεύει συγκυριακά αυτούς που το διαχειρίζονται.
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι μόνο η σπατάλη των δημοσίων πόρων. Είναι ότι σε μια περιορισμένη αγορά, το κακό νόμισμα διώχνει το καλό. Σ’ αυτήν την αγορά, οι υγιείς επιχειρηματικές προσπάθειες ή θα υποταχθούν στη νοσηρή κατάσταση ή θα πνιγούν στα λύματά της. Αυτό αποδεικνύεται και στην περίπτωση του ζεύγους Αγγελοπούλου. Με δικά τους λεφτά, που δημιουργήθηκαν στο εξωτερικό, ξεκίνησαν ένα μεγάλο πρόγραμμα επενδύσεων στον ελληνικό Τύπο. Μαζί με τα πολλά λάθη (π. χ. ξένους ακριβοπληρωμένους συμβούλους, που δεν είχαν σχέση με την ελληνική πραγματικότητα) βρέθηκαν στον ίδιο βάλτο που όλοι οι επιχειρηματίες κάθε κλάδου ζουν όταν προσπαθούν να επενδύσουν στη χώρα. Εχασαν πολλά και όταν τα χρήματα από το εξωτερικό μειώθηκαν (εδώ μπαίνει ο παράγοντας της διεθνούς κρίσης) αποφάσισαν να αποτραβηχτούν.
Η φούσκα, όμως, του αθηναϊκού Τύπου δεν είναι μοναδική. Κάθε επαρχιακή πόλη έχει πέντε καθημερινές εφημερίδες και τρία κανάλια. Ποιος αναρωτιέται γιατί η Αθήνα έχει περισσότερα θέατρα από το «Μπροντγουέι»; Πώς ζουν οι εκατοντάδες εκδοτικοί οίκοι που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια; Πώς μπορούν να υπάρχουν τόσες μουσικές σκηνές; Πώς ζούσαν τόσες ΔΕΚΟ, με υπεράριθμο προσωπικό και τόσα σκάνδαλα;
Ολα αυτά τα φαινόμενα γιγαντώθηκαν επειδή ήταν διάχυτη η αντίληψη ότι το κράτος έπρεπε να φροντίζει την αδιάλειπτη παροχή των κοινωνικών αγαθών («πολιτιστικά», «ψυχαγωγικά», «ενημερωτικά κ. λπ.). Φυσικά, σε όλους αυτούς τους χώρους, όσοι ήταν κοντύτερα στο γκουβέρνο απολάμβαναν περισσότερα από την προσφορά αυτών των κοινωνικών αγαθών. Ετσι, όμως, δεν είχαν κίνητρα να βελτιώσουν το προϊόν τους διότι δεν απευθυνόταν πρωτίστως στην «καταραμένη αγορά» κι εκείνοι που βελτίωναν το προϊόν είχαν συγκριτικό μειονέκτημα σε σχέση με εκείνους που έβγαζαν λεφτά άκοπα πουλώντας «κοινωνικά αγαθά» ή (για να μην κοροϊδευόμαστε) πολιτική επιρροή.
Αυτό το μοντέλο έφτασε στο τέλος του διότι τελειώνουν τα πλεονάσματα που το χρηματοδοτούσαν. Το κακό είναι ότι τελειώνουν και τα λεφτά που θα μπορούσαν να πληρώσουν δράσεις κοινωνικής πολιτικής, οι οποίες θα εκτόνωναν τις συνέπειες από το σκάσιμο της «φούσκας». Ετσι, το «αγαθό μας κράτος» χρηματοδότησε αφειδώς ό, τι δεν χρειαζόταν και όταν κληθεί να παίξει τον ρόλο που του αρμόζει -να γίνει αρωγός σε εκείνους που η κρίση θα αφήσει στο περιθώριο, να επανεκπαιδεύσει ανθρώπους, να μειώσει τις κοινωνικές εντάσεις- θα σηκώσει τα χέρια ψηλά.
Μετά την κρίση
Eίναι εκπληκτικό, αλλά μόλις σήμανε το καμπανάκι του κλεισίματος του «Ελεύθερου Τύπου» όλοι οι παράγοντες του χώρου της ενημέρωσης πήραν τις κλασικές τους θέσεις. Σαν σε καλοκουρδισμένη άσκηση (από αυτές που δεν βλέπουμε να κάνουν οι υπηρεσίες ασφαλείας) όλοι -μα όλοι! – απάντησαν με τον προβλέψιμο τρόπο. Οι Ενώσεις Συντακτών κήρυξαν απεργία και έκαναν διαδήλωση, τα συνδικάτα εκστόμισαν το κλασικό «ούτε ένας εργαζόμενος στον δρόμο», οι κεντροδεξιές εφημερίδες διαλάλησαν την «παραταξιακότητά» τους, οι κεντροαριστερές εφημερίδες φώναξαν ότι η «ενημέρωση δεν είναι εμπόρευμα», οι συνήθεις φωνακλάδες των παραθύρων έμπηξαν τις φωνές. Με άλλα λόγια, το σύστημα αναπαράγεται αμετάβλητο, έστω και αν κάθε φορά αναπαράγεται σε χαμηλότερο επίπεδο.
Το ερώτημα είναι τι γίνεται από δω και πέρα, διότι πέρα από τα κλασικά επίσης αφιερώματα που θα γίνουν για την κρίση του Τύπου είναι σίγουρο ότι και αυτό θα περάσει. Μπορεί να μην περάσει για τους 450 ανέργους του συγκροτήματος Αγγελοπούλου, αλλά πάμε στοίχημα ότι την επόμενη εβδομάδα θα συζητάμε για την επόμενη κρίση;
Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι τι κάνουμε -ως κοινωνία, όχι ως δημοσιογράφοι- από δω και πέρα. Οχι μόνο για το ορφανό συγκρότημα του «Ιδρύματος Τύπου», αλλά συνολικά. Διότι ακόμη και αν είναι αληθείς οι πληροφορίες περί εξαγοράς του, το πρόβλημα στον χώρο παραμένει. Αν μάλιστα η εξαγορά είναι αδιαφανής, όπως συνήθως γίνεται στην αγορά των ΜΜΕ, το πρόβλημα θα διογκωθεί και θα σκάσει μεγαλύτερο στο άμεσο μέλλον.
Το πρώτο που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι ο Τύπος παγκοσμίως είναι η κλωστοϋφαντουργία των καιρών μας. Ειδικά στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά διογκωμένος (και αυτό είναι προϊόν πολιτικών επιλογών που έγιναν διαχρονικά), κρατικοδίαιτος και αναξιόπιστος. Αυτό σημαίνει ότι αργά ή γρήγορα επιχειρήσεις θα κλείσουν και άνθρωποι θα μείνουν άνεργοι. Το σύνθημα, λοιπόν, «κανένας εργαζόμενος στον δρόμο» έχει νόημα μόνο αν από τώρα σκεφθούμε τρόπους για το τι θα γίνουν οι εργαζόμενοι που θα μείνουν στον δρόμο. Εκ των πραγμάτων 26 εφημερίδες και 10 κανάλια (πανελλαδικής κυκλοφορίας και εμβέλειας) δεν χωράνε σε μια αγορά έντεκα εκατομμυρίων, όταν μάλιστα οι περισσότεροι από τους κατοίκους αυτής της χώρας δεν διαβάζουν και αδιαφορούν για τα πολιτικά τεκταινόμενα.
Αυτό σημαίνει ότι μοντέλα εκτόνωσης της κρίσης που έρχεται πρέπει από τώρα να σχεδιαστούν. Εχει γίνει για άλλες φθίνουσες βιομηχανίες και πρέπει να βγουν από τα συρτάρια και για την αγορά των ΜΜΕ.
Το δεύτερο που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι όσο πιο νωρίς ξεσπάσει η κρίση τόσο πιο καλά θα είναι μακροπρόθεσμα τα πράγματα. Αυτήν τη στιγμή η αρρώστια των ΜΜΕ είναι εμφανής και αηδιάζει τους πελάτες τους. Η κρατική δίαιτα και τα συνακόλουθα πολιτικά παιχνιδάκια των ΜΜΕ δημιουργούν αποστροφή στο σύνολο του ελληνικού λαού. Δεν ξέρουμε καν αν το πλήγμα αξιοπιστίας της δημοσιογραφίας είναι ιάσιμο. Σήμερα πάντως κοντά στα πολλά ξερά καίγονται και τα χλωρά. Τα ψεύτικα ρεπορτάζ των εφημερίδων, οι εικονικές πραγματικότητες που τα διψασμένα για τηλεθέαση κανάλια δημιουργούν, πλήττουν τους πάντες. Ο πολύς κόσμος θεωρεί αδίκως ότι «όλα τα ΜΜΕ είναι ίδια».
Το πρόβλημα είναι ότι σε περίοδο οικονομικής κρίσης ο ανταγωνισμός για την διαρκώς συρρικνούμενη πίτα θα γίνει πιο σκληρός και λιγότερο υγιής. Οταν υπάρχουν δεκάδες επιχειρήσεις που ζουν από τις υπογραφές υπουργών, η εξ ανάγκης μείωση των κρατικών κονδυλίων θα δημιουργήσει φαινόμενα κανιβαλισμού και σπασμωδικών κινήσεων στον χώρο, κινήσεις που θα επιτείνουν την κρίση αντί να την θεραπεύσουν.
Τρίτον και κυριότερο, απαιτείται συνολική αναθεώρηση των αντιλήψεών μας για τη βιομηχανία της ενημέρωσης. Αντί να αναπαράγουμε όσα μας οδήγησαν στα σημερινά αδιέξοδα, πρέπει να ξαναπιάσουμε το νήμα από την αρχή. Ο κομματισμός της δεκαετίας του ’80, η «σουπερμαρκετοποίηση» του Τύπου στη δεκαετία του 1990, ο αβαθής αντιιμπεριαλισμός της μεταπολίτευσης, ο αδιέξοδος κρατισμός και οι σχέσεις των δημοσιογράφων με το εκάστοτε γκουβέρνο, μας οδήγησαν σε αδιέξοδα. Οσα Μέσα Ενημέρωσης μείνουν, θα μείνουν επειδή θα προσφέρουν προστιθέμενη αξία και δεν θα αναπαράγουν τις ιδεολογικές αγκυλώσεις και την παραπληροφόρηση επειδή εξυπηρετούν σκοπιμότητες του κράτους – τροφοδότη τους.
Ενα είναι δεδομένο: αυτή η «καταραμένη αγορά» θα λύσει τα προβλήματα στον χώρο των ΜΜΕ με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Απλώς, ο άλλος τρόπος θα είναι λιγότερο επώδυνος για τους εργαζομένους αλλά και επωφελής για τη δημοκρατία, πυλώνας της οποίας παραμένει ο υγιής Τύπος.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 28.6.2009