Ο Τύπος δεν μπορεί να πορεύεται με ένα αόρατο ψαλίδι πάνω από τα γραπτά και τις εικόνες των δημοσιογράφων. Αν προσπαθήσει να είναι πλήρως ουδέτερος θα πρέπει να βγαίνει με λευκές σελίδες.
Ήταν πολλές οι εκκλήσεις για πολιτική ορθότητα των σκιτσογράφων την περασμένη εβδομάδα. Σε μια σελίδα μονάχα των «Νιου Γιορκ Τάιμς» υπήρχαν τρεις. Το κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν: «Εντάξει! σεβαστή η ελευθερία του Τύπου, αλλά μην την ασκείτε. Γιατί αν την ασκήσετε κινδυνεύουμε να μας κάψουν». Ή: «Καλή η ελευθερία του Τύπου, αλλά πρέπει να υπάρχουν και όρια. Ο Τύπος έχει και κάποια κοινωνική ευθύνη». Ποια είναι αυτή; Πώς ορίζεται και ποιος την ορίζει; Δεν το εξηγούν.
Το ευτύχημα είναι ότι πολλές φορές στην ιστορία της Δύσης οι εφημερίδες δεν άκουσαν. Αν άκουγαν τις νουθεσίες των κυβερνώντων, δεν θα υπήρχε ποτέ το «Γουτεργκέιτ». Αν άκουγαν την μήνιν των αντισημιτών Γάλλων δεν θα υπήρχε ποτέ το «Κατηγορώ» του Εμίλ Ζολά. Κι αν άκουγαν την οργή των πρασινοφρουρών της δεκαετίας του ’80 δεν θα υπήρχε η «Απογευματινή».
Ένα πρόβλημα έχουν οι περιορισμοί που διάφοροι θέλουν να βάλουν διάφοροι στην ελευθερολογία. Δεν έχουν όρια. Σήμερα είναι ο Μωάμεθ, αύριο με «δεδικασμένο» αυτό θα είναι ο καπιταλισμός, μεθαύριο ο «σοσιαλισμός» και μπορεί να φτάσουμε μέχρι τον «Ολυμπιακό». Ξέρετε πόσοι θεωρούν τον «θρύλο» θρησκεία; Με ποιο σκεπτικό μπορούμε να πληγώσουμε τα αισθήματά τους δημοσιεύοντας μια προσβλητική γελοιογραφία για τον Ριβάλντο; Πολλοί βέβαια μπορεί να θεωρούν πως άλλο ο Μωάμεθ και άλλο ο Ριβάλντο. Συμφωνούμε. Κάποιοι παθιασμένοι Ολυμπιακοί θα διαφωνούν. Και αν υπάρχει το προηγούμενο του Μωάμεθ οι τελευταίοι θα έχουν ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ της λογοκρισίας, αφού τα αισθήματα δεν είναι αντικειμενικά. Θα ισχυριστούν στο δικαστήριο ότι η υπέρτατη ιδέα γι’ αυτούς είναι ο «Ολυμπιακός» και κάθε προσβολή των συμβόλων του τους πληγώνει βαθύτατα.
Ναι, κάποιοι μπορεί να θεωρούν την εικονογράφηση του Μωάμεθ βλάσφημη. Οι χιλιάδες που διαδηλώνουν ισχυρίζονται ότι πληγώνονται από τις γελοιογραφίες, άσχετα αν δεν τις έχουν δει ποτέ. Το αυτό όμως ισχύει και για τα παραπολιτικά της «Απογευματινής». Σίγουρα θα εξοργίζουν και θα πληγώνουν κάποιους ΠΑΣΟΚους. Κάποιοι που θεωρούν το κόμμα τους «σωτήρα του έθνους» μπορεί να τα θεωρούν και βλάσφημα.
Σε παλιότερες εποχές μάλιστα, όταν τα πολιτικά πάθη ήταν αυξημένα, πολιτικοί αντίπαλοι των εφημερίδων δεν αρκούνταν στο να μην τις αγοράζουν. Έμπλεοι «ιερής οργής», τις πολιορκούσαν με υβριστικά συνθήματα κι άλλες φορές έκαιγαν φύλλα στις πλατείες. Θα εδικαιούτο, για παράδειγμα, η «Απογευματινή» να μην δημοσιεύσει τίποτε για την τρομοκρατία, επειδή κάποιοι δήλωσαν «ιερή οργή» με τα αποκαλυπτικά δημοσιεύματα πριν από δύο χρόνια και επιχείρησαν με μολότοφ να την κάψουν;
Οτιδήποτε κι αν δημοσιεύσει μια εφημερίδα κάποιους θα οργίσει. Κάποιοι μπορούν να θεωρήσουν βλασφημία ακόμη και τη δημοσίευση του καταλόγου των φαρμακείων που διανυκτερεύουν. Ο Τύπος δεν μπορεί να πορεύεται με ένα αόρατο ψαλίδι πάνω από τα γραπτά και τις εικόνες των δημοσιογράφων. Αν προσπαθήσει να είναι πλήρως ουδέτερος θα πρέπει να βγαίνει με λευκές σελίδες. Τότε κανείς δεν θα ενοχλείτο και ουδείς θα διαδήλωνε. Αλλά φυσικά και κανείς δεν θα ενδιαφερόταν…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 9.2.2006