Οι διανοούμενοι πρέπει συνεχώς να προβάλουν το ιδανικό να εκπαιδεύουν τους πολίτες γι’ αυτό, οι δε πολιτικοί να πράττουν με βάση την πραγματικότητα και τις επιθυμίες των πολιτών.
Μέχρι τώρα ξέραμε ότι οι διανοούμενοι ασκούν την τέχνη του ιδανικού οι δε πολιτικοί την τέχνη του εφικτού. Είναι λογικό. Οι πρώτοι έχουν μόνο ένα περιορισμό: την φαντασία τους. Μπορούν να φτιάχνουν ανώγια και κατώγια με τη σκέψη τους. Μπορούν να πλάθουν περίτεχνους κόσμους όπου η μοχθηρία και το συμφέρον λείπουν, όπου οι Πολιτεία λειτουργεί παραδειγματικά κι όλοι στο τέλος ζουν ευτυχισμένοι.
Οι δεύτεροι έχουν πολλούς και υπαρκτούς περιορισμούς. Κατ’ αρχήν το ακροατήριό τους: Η πολιτικές προτάσεις είναι συνιστώσα πολλών επιθυμιών. Κατά δεύτερον την πραγματικότητα: η πολιτική πρακτική παράγωγο πολλών εμποδίων. Έτσι λοιπόν οι δύο χώροι βρίσκονται μόνιμα σε αντίθεση. Και καλά κάνουν. Οι διανοούμενοι πρέπει συνεχώς να προβάλουν το ιδανικό να εκπαιδεύουν τους πολίτες γι’ αυτό, οι δε πολιτικοί να πράττουν με βάση την πραγματικότητα και τις επιθυμίες των πολιτών. Η πράξη με ένα από τους δύο παράγοντες δεν αποτελεί καλή πολιτική. Το ζήσαμε στην δεκαετία του 1980 όταν κυριάρχησαν οι επιθυμίες, το ζήσαμε και στην διακυβέρνηση της Ν.Δ. το 1990-1993 όταν κυριάρχησε η πραγματικότητα. Αλλά ούτε και το μίγμα των δύο αποτελεί καλή πολιτική. Όταν η πραγματικότητα μπλέκει με τις επιθυμίες του λαού έχουμε αντιφατική πολιτική. (Η επιθυμία για παράδειγμα όλων των πολιτών θα ήταν η «σύνταξη στα 18», όπως ήταν κι ένα παλιό σύνθημα των αναρχικών. Η πραγματικότητα θέλει σύνταξη άνω των 65 ετών).
Το μίγμα πραγματικότητας κι επιθυμιών χρειάζεται ένα καταλύτη για να δέσει. Αυτό, κάποιοι το ονομάζουν όραμα για το αύριο, μια υποψία για την ιδανική κοινωνία όπως οι πολιτικοί την φαντάζονται. Εδώ μπαίνει ο ρόλος των διανοούμενων ή της διανόησης στα κόμματα. Αυτοί σκιαγράφουν το απραγματοποίητο ιδανικό το οποίο πρέπει να έχουν υπόψη τους οι πολιτικοί και να το μεταμορφώσουν σε πραγματιστικές προτάσεις. Αυτή η όσμωση αιθεροβαμόνων διανοητών και πραγματιστών πολιτικών δούλεψε θαυμάσια κι επί μακρόν στην Αριστερά. Εν πολλοίς άλλαξε και τον κόσμο. Προς το καλύτερο. Στις εποχές της πρωταρχικής συσσώρευσης του καπιταλισμού -του άγριου καπιταλισμού χωρίς ωράρια και με παιδική εργασία- ήταν το όραμα των Αριστερών διανοητών που κινητοποίησε πολιτικές δυνάμεις κι έκανε την κοινωνία πιο ανθρώπινη. Μπορεί το όραμα να γέννησε τον εφιάλτη του κομμουνισμού, αλλά το ίδιο όραμα γέννησε και την σοσιαλδημοκρατία που για την εποχή της ήταν προοδευτική.
Η πραγματικότητα, όμως, του ώριμου πλέον καπιταλισμού έδειξε και τα όρια της σοσιαλδημοκρατίας. Από ένα σημείο και μετά η σοσιαλδημοκρατία από συμπαραστάτης των αδυνάτων έγινε τροφός τρωκτικών που βρήκαν τρόπους πολλούς για να ροκανίζουν το κοινό μας ταμείο. Τα αδιέξοδα της σοσιαλδημοκρατίας είναι ορατά σε όλη την Ευρώπη. Ορατή όμως είναι και η υπέρβαση της. Τα ίδια τα σοσιαλιστικά κόμματα είδαν ότι το παλιό μοντέλο δημιουργεί περισσότερα προβλήματα, απ’ όσα λύνει, κι άρχισαν να φλερτάρουν με την ελευθερία. Οι Νέοι Εργατικοί, για παράδειγμα, του κ. Τόνι Μπλερ έγιναν ταχύτατα φιλελεύθεροι με κάποιες υποσημειώσεις στο πρόγραμμα τους. Αναγκάστηκαν διότι προϋπήρξε η κ. Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία πέτυχε οικονομικά αλλά και ιδεολογικά. Η επανάσταση των Τόρις στη Βρετανία και των Ρεπουμπλικάνων στις ΗΠΑ πέτυχαν (και συμπαρέσυραν και τις σοσιαλδημοκρατικές αντιπολιτεύσεις των) όχι μόνο ως κυβερνητικές πολιτικές. Πέτυχαν διότι εν τω μεταξύ είχαν κάνει όλη την ιδεολογική αναδιάρθρωση της κοινωνίας στην οποία εφάρμοσαν τις πολιτικές τους.
Μπορεί να διαφωνήσει κανείς με τις συγκεκριμένες πολιτικές. Είχαν και αρνητικά αποτελέσματα. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να αμφισβητήσει την οικονομική και πολιτική επιτυχία τους. Όλοι πλέον παραδέχονται την αναγκαιότητά τους -έστω ενός μεγάλου μέρους των. Αυτά τα προγράμματα όμως δεν έπεσαν από τον ουρανό το 1980, χρονιά που οι κ.κ. Ρίγκαν και Θάτσερ ανέλαβαν την εξουσία. Είχε προηγηθεί μια ολόκληρη θεωρητική επεξεργασία, μια έντονη συζήτηση σε ακαδημαϊκούς και δημοσιογραφικούς κύκλους, κάποια προεργασία. Αυτό δυστυχώς δεν έγινε ποτέ στην Ελλάδα. Γι’ αυτό πορευόμαστε με λειψά σχέδια για το μέλλον. Και δυστυχώς θα πορευόμαστε για πολύ ακόμα…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 4.2.2004