Μέγα θέμα προσπαθούν να δημιουργήσουν κάποιοι ιεράρχες για την εγκύκλιο του υπουργείου Παιδείας που επιτρέπει στους γονείς να μην δίνουν λόγο γιατί τα παιδιά τους δεν θα παρακολουθούν την κατήχηση στα σχολεία.
Μέχρι σήμερα η Εκκλησία ζητούσε ομολογία Πίστεως από τα μέλη της. Σήμερα κάποιοι μητροπολίτες απαιτούν ομολογία απιστίας από τα μη μέλη τους. Οχι προς τους ίδιους αλλά προς τις κρατικές αρχές.
Πιθανώς να ζήλεψαν τη δόξα του μεγάλου εκλιπόντος και του δημοψηφίσματος που έκανε για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες (το οποίο τοις πράγμασι κατέληξε στον κάλαθο των αχρήστων). Μπορεί πάλι να μην είναι πολύ σίγουροι για τη μεταθανάτια τιμωρία των απίστων και απαιτούν από το κράτος να τους ταλαιπωρεί πριν έρθει η ώρα τους.
Μέγα θέμα, λοιπόν, προσπαθούν να δημιουργήσουν κάποιοι ιεράρχες για την εγκύκλιο του υπουργείου Παιδείας που επιτρέπει στους γονείς να μην δίνουν λόγο γιατί τα παιδιά τους δεν θα παρακολουθούν την κατήχηση στα σχολεία. Το μάθημα των Θρησκευτικών είναι ήδη προαιρετικό για αλλόπιστους, άθεους και άλλους «βδελυρούς», μόνο που η προαίρεσή τους έπρεπε μέχρι σήμερα -και κατά παράβαση των ατομικών δικαιωμάτων- να αιτιολογείται. Δεν αρκούσε η ομολογία απιστίας κάποιου, έπρεπε να κάνει ομολογία -άλλης, εκτός της επικρατούσης- Πίστεως σε μια κρατική αρχή.
Αυτή η πρακτική δεν ήταν απλώς λάθος, ήταν ανόητη. Κατ’ αρχήν δεν χρησίμευε σε τίποτε: Οποιο λόγο κι αν επικαλείτο κάποιος γινόταν δεκτός. Ηταν δηλαδή μια περιττή γραφειοκρατική διαδικασία. Δεύτερον, δεν τον ήλεγχε -και ορθώς- κανείς. Οπότε μπορούσε οποιοσδήποτε να δηλώσει ψέματα. Αν κάποιος, δηλαδή, για οιονδήποτε λόγο δεν ήθελε να δηλώσει ότι είναι μουσουλμάνος, θα αναγκαζόταν να πει ψέματα.
Επιπλέον, αυτή η άχρηστη υποχρέωση έρχεται σε αντίθεση με θεμελιώδεις αρχές του Δικαίου: Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις κάποιου είναι καθαρά προσωπική υπόθεση και η ομολογία Πίστεως αξίζει μόνο όταν δεν είναι υποχρεωτική. Τέλος -και αυτό είναι το λιγότερο σε σχέση με την παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων- η χώρα κινδύνευε με παραπομπές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, τις οποίες φυσικά θα έχανε.
Προς τι λοιπόν οι από μικροφώνου -κυρίως- αντιδράσεις των ιεραρχών; Πρώτον, πρέπει να δεχθούμε ότι η έκθεση στη δημοσιότητα είναι ένα περίεργο «αλκοολίκι». Λίγοι από εκείνους που δοκίμασαν αυτό το γλυκό πιοτό δεν λαχταρούν να το ξαναπιούν. Τρανταχτή απόδειξη οι πολιτικοί. Και οι ιεράρχες που πολιτεύονται, είτε από άμβωνος είτε στα παράθυρα της τηλεόρασης. Εξάλλου, σε άνυδρους καιρούς τηλεοπτικοί τσακωμοί για τέτοια θέματα είναι μάνα εξ ουρανού για τα κανάλια.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 9.8.2008