Στην πληροφορική κοινωνία το μόνο σίγουρο είναι ότι πνιγόμαστε στην πληροφορία. Aυτό που μας λείπει είναι ο οδηγός σ’ αυτόν τον ορμητικό χείμαρρο, η πυξίδα στη θάλασσα των πληροφοριών.
Oταν μια εφημερίδα δημοσίευσε ότι πέθανε ο Μαρκ Τουέιν, εκείνος απάντησε με ένα λακωνικό τηλεγράφημα: «το άρθρο σας για τον θάνατό μου είναι γεμάτο υπερβολές». Η υπερβολή είναι ένα προπατορικό αμάρτημα του Τύπου και το ερώτημα τώρα είναι αν «τα άρθρα περί θανάτου των εφημερίδων είναι γεμάτα υπερβολές».
Τα νέα, από την πρωτεύουσα χώρα των media δεν είναι καλά. Ιστορικές εφημερίδες, όπως η «San Fransisco Chronicle» έκλεισαν, άλλες όπως η «Christian Science Monitor» αναζητούν την τύχη τους μόνο στο Διαδίκτυο και οι περισσότερες καταγράφουν στους φετινούς τους ισολογισμούς μεγάλες ζημίες. Μπορεί η βιομηχανία του Τύπου να ανθεί σε αναπτυσσόμενες χώρες (στη Νότιο Αμερική οι κυκλοφορίες αυξήθηκαν κατά 6,72% το 2007 και 33% στην Ινδία τα τελευταία πέντε χρόνια), στη Δύση όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο καλά. Στις ΗΠΑ οι κυκλοφορίες των καθημερινών εφημερίδων μειώθηκαν πέρυσι κατά 4,6% και των κυριακάτικων κατά 4,8%. Τα δε διαφημιστικά έσοδα κατρακύλησαν πέρυσι στα 38 δισ. δολάρια από 49,5 που ήταν το 2006.
Βεβαίως, το 2008 με την διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση δεν ήταν καλό για κανένα κλάδο της οικονομίας, αλλά μια βιομηχανία που κάθε λίγο και λιγάκι διαλαλεί το «τέλος του κόσμου» από την γρίπη των χοίρων, των πτηνών, του θερμοκηπίου κ.λπ. δεν θα υπερέβαλε για τις ρωγμές στο σπίτι του, ειδικά όταν στον χώρο της ενημέρωσης υπάρχει ο πυρετός του Διαδικτύου;
Η αλήθεια είναι ότι από το 1993 ο συγγραφέας Michael Crichton προειδοποιούσε ότι «Tα αμερικανικά MME θα είναι η General Motors της δεκαετίας του ’90… Tα Mέσα Mαζικής Eνημέρωσης είναι βιομηχανία που παράγει πληροφορία και όπως οι υπόλοιπες αμερικανικές βιομηχανίες, τα MME παράγουν προϊόν πολύ χαμηλής ποιότητας. H πληροφορία τους είναι αναξιόπιστη, περιέχει πολύ χρώμιο και λάμψη, οι πόρτες τρίζουν, μένει στα φανάρια και πωλείται χωρίς εγγύηση. Tα προϊόντα των MME δεν είναι τίποτε περισσότερο από φανταχτερά σκουπίδια. Γι’ αυτό ο κόσμος σταμάτησε να τ’ αγοράζει… Τα ΜΜΕ, αντί να επικεντρωθούν στην ποιότητα προσπάθησαν να γίνουν ζωηρόχρωμα και τραβηχτικά – πουλώντας το ξύγκι αντί του φιλέτου, τον παρουσιαστή της εκπομπής αντί του καλεσμένου, τη φόρμα αντί του περιεχομένου. Ετσι όμως εγκατέλειψαν το κοινό τους…» («Mediasaurus», «Wired», Σεπτέμβριος 1993).
Σήμερα ο Τύπος αντιμετωπίζει μια τεράστια πρόκληση. Το Διαδίκτυο μοιάζει να κάνει ταχύτερα, καλύτερα, και πιο εντυπωσιακά όλα όσα έκαναν οι εφημερίδες. Μόνο που αυτή δεν ήταν η μόνη πρόκληση που ιστορικά είχε να αντιμετωπίσει: οι ίδιοι κλαυθμοί και οδυρμοί ακούστηκαν με την έλευση του ραδιοφώνου και την επέκταση της τηλεόρασης. Κάθε φορά ο Τύπος πέθαινε, αλλά στην ουσία αναγεννιόταν. Οι επιχειρήσεις που προσαρμόζονταν στο νέο τοπίο επιβίωναν, και όσες ακολουθούσαν τον παλιό τρόπο λειτουργίας, απλώς εξαφανίζονταν.
Βέβαια, η προσαρμογή δεν είναι ποτέ εύκολη, αλλά στη βιομηχανία του Τύπου ακολουθεί πάντα την πεπατημένη. Mέχρι σήμερα οι εφημερίδες είχαν ανακλαστικά τύπου Παβλόφ στις απειλές των καινούργιων Mέσων. Οταν εμφανίσθηκε το ραδιόφωνο, η άμεση αντίδρασή τους ήταν οι πολλαπλές εκδόσεις για να κερδίσουν τον αγώνα της άμεσης είδησης. Φυσικά έχασαν, αφού το γήπεδο της άμεσης πληροφόρησης δεν ήταν δικό τους. Οταν εμφανίσθηκε η τηλεόραση απάντησαν με μεγαλύτερη και έγχρωμη φωτογραφία. Φυσικά έχασαν, αφού το «χαζοκούτι» έδινε 24 φωτογραφίες ανά δευτερόλεπτο. Tώρα, η παροχή όλο και περισσότερων ειδήσεων μοιάζει να είναι η άμεση απάντηση στην απειλή που ονομάζεται «Ψηφιακά Mέσα». Mόνο που δεν είναι.
Στην πληροφορική κοινωνία το μόνο σίγουρο είναι ότι πνιγόμαστε στην πληροφορία. Εχουμε την τηλεόραση (δημόσια, ιδιωτική, δορυφορική, καλωδιακή), το ραδιόφωνο (δημόσιο, ιδιωτικό κ.λπ.), τα ειδικά περιοδικά, το Διαδίκτυο· δεν θέλουμε άλλη πληροφόρηση. Aυτό που μας λείπει είναι ο οδηγός σ’ αυτόν τον ορμητικό χείμαρρο, η πυξίδα στη θάλασσα των πληροφοριών. Λείπει η αξιολόγηση από ανθρώπους που εμπιστευόμαστε. Λείπει η κλασική δημοσιογραφία της αντεστραμμένης πυραμίδας. Aυτή είναι μια υπηρεσία που όσο ο όγκος των πληροφοριών μεγαλώνει τόσο πιο πολύτιμη γίνεται· δηλαδή όσο το Internet θα διογκώνεται, τόσο περισσότερο θα αναζητείται…
Η «παραδοξότητα» Economist
Μέσα στη μαυρίλα για τα νέα του Τύπου υπάρχει ένα λαμπρό παράδειγμα, στο οποίο -όλως παραδόξως- κανείς δεν δίνει σημασία. Είναι μια εβδομαδιαία οικονομική εφημερίδα, που είδε την κυκλοφορία να διπλασιάζεται σε δέκα μόλις χρόνια (από 697.194 αντίτυπα το 1998 σε 1.390.780 το 2008, χρονιά της οικονομικής κρίσης). Ο Economist, παρά το γεγονός ότι βγαίνει σε φόρμα περιοδικού, δεν έχει φανταχτερές φωτογραφίες· δεν έχει καν ειδήσεις. Η αισθητική του θα προκαλούσε ανατριχίλα σε κάθε επαγγελματία του είδους: κείμενο και πάλι, κείμενο διανθισμένο με μικρή εικονογράφηση· lay-out δηλαδή, το οποίο σύμφωνα με την κυρίαρχη θεωρία στα media «κουράζει τον αναγνώστη».
Η επιτυχία του περιοδικού, που θέλει να αποκαλείται εβδομαδιαία εφημερίδα, δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι είναι πλοηγός σε μια θάλασσα πληροφοριών που μας πνίγει όλους. Ο Economist είναι μια εβδομαδιαία θεωρία για τον κόσμο. Οπως ο Νεύτων συνέδεσε φαινομενικά άσχετα φαινόμενα (την πτώση ενός μήλου με την κίνηση των πλανητών) για να κάνει την θεωρία της βαρύτητας, έτσι και ο Economist βάζει τάξη στο χάος των πληροφοριών που μας βομβαρδίζουν. Τακτοποιεί τον κόσμο, συμπυκνώνει τα φαινόμενα σε ένα σχήμα, σαν θεωρία κάνει τον κόσμο κατανοητό.
Εκεί πιθανότατα βρίσκεται το μέλλον του Τύπου. Να συμπυκνώνει την πραγματικότητα σε θεωρία, να δίνει νόημα στις αμέτρητες πληροφορίες που καθημερινά λαμβάνουμε από εκατοντάδες Μέσα.
Δεν είναι εύκολο, κυρίως επειδή η βιομηχανία είναι προσανατολισμένη σ’ αυτό που ο Michael Crichton ονόμαζε «ξίγκι». Θέλει διαρκή παραγωγή σκέψης, νέων ιδεών, επενδύσεις σε ανθρώπους -εκπαίδευση και επανεκπαίδευσή τους: δεν μπορεί, για παράδειγμα, ένας δημοσιογράφος να διαβάζει λιγότερο από τους αναγνώστες του- και κυρίως αλλαγή θεώρησης της ίδιας της βιομηχανίας. Οπως έγραφε την περασμένη Κυριακή ο κ. Νίκος Κωνσταντάρας: «Το μεγαλύτερο όπλο των εφημερίδων είναι η σοβαρή και καλή δημοσιογραφία – όχι με ειδήσεις που θα είναι ήδη γνωστές από τα ηλεκτρονικά μέσα, αλλά με αναλύσεις, έρευνες και σχόλια που θα δίνουν το πλεονέκτημα στους αναγνώστες εφημερίδων» (Καθημερινή 3.5.2009).
Ιnfo
– Philip Meyer, «The Vanishing Newspaper: Saving Journalism In The Information Age», εκδ. The University of Missouri Press
– Βάλια Καϊμάκη, «Αμφίδρομη επικοινωνία έντυπων ΜΜΕ και Ιnternet», εκδ. Παπασωτηρίου
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 24.5.2009