Από ένα επίπεδο ευημερίας και μετά οι κοινωνίες και τα άτομα έχουν πολλά να κερδίσουν ζώντας και πολλά να χάσουν πολεμώντας.
Το 1999, στο βιβλίο του «Το Λέξους και η Ελιά», ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τόμας Φρίντμαν διατύπωσε τη «Θεωρία των Χρυσών Αψίδων για την Αποτροπή Συγκρούσεων». Παρατήρησε ότι ποτέ δύο χώρες που έχουν στο έδαφός τους McDonlalds (εξ ου και οι χρυσές αψίδες, που είναι το λογότυπο της εταιρείας) δεν έκαναν πόλεμο. Στην ουσία πρόκειται μια μετεξέλιξη της θεωρίας για την αιώνια ειρήνη του Ιμανουέλ Καντ, ο οποίος το 1795 έγραψε ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων ποτέ δεν θα ψηφίσει υπέρ του πολέμου, εκτός αν πρόκειται για αυτοάμυνα. Ετσι, ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος συμπέρανε ότι οι δημοκρατίες δεν πρόκειται ποτέ να κάνουν πόλεμο.
Μετά την έκδοση του «Λέξους και η Ελιά» πολλοί αποδύθηκαν στη διάψευση της θεωρίας του Φρίντμαν. Αναφέρουν ως παράδειγμα τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία, την εισβολή των ΗΠΑ στον Παναμά και τη σύγκρουση του Ισραήλ με τη Χεζμπολάχ στον Λίβανο. Ετσι, ο Τόμας Φρίντμαν στο επόμενο πόνημά του («Ο κόσμος είναι επίπεδος») τροποποίησε το λογότυπο. Το έκανε «Θεωρία Dell για την αποτροπή συγκρούσεων». Οπου υπάρχουν θυγατρικές της μεγάλης αλυσίδας πώλησης ηλεκτρονικών υπολογιστών, δεν γίνεται πόλεμος.
Στην πραγματικότητα η δημοσιογραφία -όσο καλά και αν γίνεται, και ο Τόμας Φριντμαν κάνει σοβαρή δουλειά- δεν είναι ακριβής επιστήμη. Αν θέλετε, ακόμη και οι κοινωνικές επιστήμες δεν παρέχουν την ακρίβεια των φυσικών επιστημών. Οι κοινωνικές διεργασίες είναι χαοτικές και δεν εμπίπτουν στη θετικιστική αισιοδοξία του ενός αιτίου και ενός αιτιατού. Το λογικό είναι πάντως ότι όπου οι άνθρωποι εμπορεύονται δεν κάνουν πόλεμο. Οταν υπάρχει οικονομική ανάπτυξη οι άνθρωποι αισιοδοξούν: προσπαθούν να ξεφύγουν από τη μιζέρια τους, αντί να τη μεγεθύνουν. Από ένα επίπεδο ευημερίας και μετά οι κοινωνίες και τα άτομα έχουν πολλά να κερδίσουν ζώντας και πολλά να χάσουν πολεμώντας. Οι φιλελεύθερες κοινωνίες της αγοράς δεν αλλάζουν τη φύση των ανθρώπων, απλώς κάνουν τα στοιχήματα μεγαλύτερα. Ακόμη και το ισοζύγιο ισχύος εντός των δημοκρατικών πολιτειών ενθαρρύνει την ειρηνική διευθέτηση όποιων διαφορών: οι επιχειρηματίες και τα λόμπι τους θέλουν να αποτρέπουν τους πολέμους εκεί όπου επενδύουν. Σύνθημά τους είναι «κάντε μπίζνες, όχι πόλεμο». Από την άποψη αυτή, όταν μια δημοκρατική κοινωνία έχει την οικονομική ευρωστία να συντηρήσει McDonalds ή Dell, δύσκολα μπαίνει σε πολέμους.
«Και οι δυτικές κοινωνίες που κάνουν πολέμους, όπως κακή ώρα οι ΗΠΑ», μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος, «πώς εμπίπτουν στο μοντέλο της ευημερίας που αποτρέπει τον πόλεμο;». Η αλήθεια είναι ότι ο πόλεμος δεν αγγίζει συνολικά την αμερικανική κοινωνία, παρά μόνο διά της φορολογίας. Δεν πάνε όλοι οι Αμερικανοί στο μέτωπο παρά μόνο τα χαμηλότερα στρώματα που έχουν και τα λιγότερα να χάσουν. Οταν διά της καθολικής επιστράτευσης ο πόλεμος απειλεί τη ζωή και την ευημερία ευρύτερων στρωμάτων πληθυσμού, αναπτύσσεται ισχυρό ειρηνιστικό κίνημα. Ετσι έγινε και με τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Μέχρι το 1967, όσο δηλαδή ήταν υπόθεση των φτωχών μισθοφόρων, η υποστήριξη της κοινής γνώμης στον πόλεμο ήταν υψηλή. Οταν άρχισε να αυξάνεται το μέγεθος των στρατευμάτων και ξεκίνησε η επιστράτευση από τα μεσαία στρώματα, ξεκίνησε και η αντίδραση. Και όπως έλεγε το εμβληματικό αντιπολεμικό τραγούδι των «Country Joe and the Fish»: «ένα, δύο, τρία, γιατί πολεμάμε; Μη με ρωτάς, δεν δίνω φράγκο»…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 20.1.2008