Τι θα κάνει ένας εισαγγελέας αν χίλιοι φωνάζουν υβριστικά συνθήματα σε μια διαδήλωση; Θα τους συλλάβει όλους ή απλώς θα κάνει ότι δεν ακούει;
Aποτελεί παλιά παράδοση του ελληνικού κράτους: οποτεδήποτε μια κυβέρνηση αποτυγχάνει σε κάτι, το πρώτο που σκέφτεται είναι η ποινικοποίηση του λόγου. Το 1991 η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν μπορούσε να συλλάβει τους τρομοκράτες, και γι’ αυτό πέρασε διάταξη που απαγόρευε τη δημοσίευση των προκηρύξεων. Κάποιοι διευθυντές εφημερίδων μπήκαν φυλακή, αλλά η «17 Νοέμβρη» δεν εξαρθρώθηκε. Σήμερα η κυβέρνηση δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τους χουλιγκάνους με τις βαριοπούλες και ανακοίνωσε ότι θα κάνει αυτόφωρο το αδίκημα «περιύβρισης δημόσιου λειτουργού» και όχι «κατ’ έγκληση» όπως ισχύει. Το αποτέλεσμα θα είναι οι χουλιγκάνοι να συνεχίσουν να σπάνε και να γελοιοποιηθεί για μια ακόμη φορά η έννοια του νόμου.
Να μην παρεξηγηθούμε: είναι κακό πράγμα να δημοσιεύουν οι εφημερίδες προκηρύξεις, δηλαδή κείμενα τα οποία αν δεν είχαν αίμα από πίσω τους θα κατέληγαν στον κάδο των αχρήστων, όπως είναι κακό πράγμα να φωνάζουν νέα παιδιά το φριχτό σύνθημα «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Αυτά όμως εμπίπτουν στην σφαίρα του λόγου και η μόνη αποτελεσματική τους αντιμετώπιση είναι με αντίθετο λόγο. Η ποινικοποίηση της έκφρασης το μόνο που τελικά καταφέρνει είναι η γελοιοποίηση της έννομης τάξης και των διωκτικών αρχών. Αλήθεια: Τι θα κάνει ένας εισαγγελέας αν χίλιοι φωνάζουν υβριστικά συνθήματα σε μια διαδήλωση; Θα τους συλλάβει όλους ή απλώς θα κάνει ότι δεν ακούει; Το πρώτο είναι ανέφικτο. Το δεύτερο είναι ένα μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση ότι οι νόμοι φτιάχνονται για να μην τηρούνται. Θα γίνει πράσινο φως για ακόμη μεγαλύτερη παραβατικότητα.
Το πρόβλημα σήμερα στον τομέα της δημόσιας τάξης είναι συγκεκριμένο. Η κοινωνική ζωή διαταράσσεται επειδή κάποιοι με κουκούλες τα σπάνε με κάθε ευκαιρία και όχι επειδή κάποιοι βρίζουν με κάθε ευκαιρία. Και τα ερωτήματα είναι τα εξής: όταν η ελληνική αστυνομία δεν μπορεί να συλλάβει τους εκατό που στέλνουν στο νοσοκομείο καθηγητές και κατεβάζουν τζαμαρίες στο κέντρο της Αθήνας, πώς θα συλλάβει τους χίλιους που περιυβρίζουν δημόσιους λειτουργούς; Οταν έχει ένα μηχανισμό που αδυνατεί να προστατεύσει τη σωματική ακεραιότητα και την περιουσία των πολιτών, γιατί τους προσθέτει απερίσκεπτα επιπλέον καθήκοντα, αντί να κοιτάξει πρώτα πώς θα κάνουν τα βασικά;
Η κυβέρνηση αποφάσισε για μια ακόμη φορά να βαδίσει στον εύκολο δρόμο της επικοινωνίας. Αντί να χαράξει πολιτικές αναδιάρθρωσης της αστυνομίας (την οποία με ρουσφέτια και κομματικές τοποθετήσεις αποδιάρθρωσε) αποφάσισε να περάσει φανταχτερά μέτρα για να δείξει πυγμή. Αντί να επεξεργαστεί σχέδιο για την αποκατάσταση της τάξης νομοθετεί πρόχειρα για να φανεί ότι ελέγχει το παιχνίδι. Μόνο που αυτού του τύπου τα θαύματα κρατούν τρεις μέρες. Η απουσία συγκροτημένης πολιτικής θα εμφανιστεί στην επόμενη διαδήλωση.
Η δημόσια τάξη δεν εξασφαλίζεται με πολιτικές του ποδαριού. Θέλει σχέδιο και πρέπει να είναι μακροπρόθεσμο. Το πρόβλημα είναι ότι η κυβέρνηση νιώθει ότι δεν έχει χρόνο και γι’ αυτό κάνει σπασμωδικές κινήσεις. Είναι πανικοβλημένη από τα γκάλοπ και ντουφεκάει στον αέρα μπας και πετύχει κάποιο παράθυρο ευκαιρίας να αντιστρέψει το κλίμα. Μόνο που έτσι δεν λύνει προβλήματα, αλλά αντιθέτως, τα διογκώνει.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 19.3.2009