Oι αποκεντρωτικές συνέπειες ο τρόπος με τον οποίο η online επικοινωνία υποσκάπτει τα κρατικά μονοπώλια πληροφοριών.
Του Paul Levinson*
Εισαγωγή
Ο Harold Innis συνέλαβε την σχέση της πληροφορίας και της κρατικής εξουσίας πάρα πολύ καλά, όταν παρατήρησε (1950, 1951) ότι αυτοί που ελέγχουν τα μέσα επικοινωνίας εντελώς φυσικά σε αυτόν τον τόπο και τους μηχανισμούς του κράτους. Ο Innis παρατήρησε επιπλέον ότι όσο πιο δυσκίνητο, ακριβό, ή αλλιώς δύσκολο στη χρήση είναι κάποιο Μέσο, τόσο περισσότερο τείνει να πέσει στον έλεγχο κεντρικών εξουσιών οι οποίες έχουν τα αναγκαία να το χρησιμοποιούν. Αντίστροφα, «ελαφρότερα» ή ευκολότερα στη διανομή media τείνουν να ενθαρρύνουν την αποκέντρωση της εξουσίας, σε πολιτικούς, θρησκευτικούς και οικονομικούς τομείς. Η κλασική περίπτωση στον σύγχρονο κόσμο ήταν η τυπογραφική μηχανή, η οποία εισήγαγε τα βιβλία και τις εφημερίδες ως Μαζικά Μέσα, θρυμμάτισε το θρησκευτικό μονοπώλιο της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, υποβοήθησε αμοιβαία καταλυτικές αποκεντρωτικές τάσεις όπως ήταν η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση, η ανατολή των εθνικών κρατών, η επιστημονική επανάσταση και τελικά η Δημοκρατία.
Αλλά σε ένα τέτοιο αναγνωρισμένα σύγχρονη αποκεντρωτική εποχή, τα κρατικά μονοπώλια της εξουσίας συνεχίστηκαν – και πραγματικά σε κάποιες πλευρές έφτασαν στο αποκορύφωμά τους στον 20ο αιώνα. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στο γεγονός ότι η εξέλιξη των Μέσων συνεχίστηκε, προικίζοντας τις κεντρικές εξουσίες με νέες μεθόδους εξουσίας. Για παράδειγμα, όπως σημείωσε ο McLuhan (1964), το ραδιόφωνο ήταν ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό Μέσο συγκέντρωσης, αφού επιτρέπει στους επικεφαλής κάθε κράτους να μιλά ταυτόχρονα σε καθένα ομοεθνή τους, όπως ο πατέρας μιλά στο τραπέζι στα μέλη της οικογένειάς του. Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η εποχή του ραδιοφώνου αντιπροσωπεύεται από τους πλέον ισχυρούς πολιτικούς ηγέτες του 20ου αιώνα (Τσόρτσιλ, Χίτλερ, Ρούσβελτ, Στάλιν) κάθε ένας από τους οποίους ήταν εξαιρετικά ικανός στις ραδιοφωνικές του ομιλίες.
Το ραδιόφωνο ως κυρίαρχο Μέσο του παγκόσμιου πολιτισμού αντικαταστάθηκε φυσικά από την τηλεόραση, και τώρα οι online επικοινωνίες μέσω προσωπικών υπολογιστών και modem άρχισαν να παίζουν βασικό ρόλο. Για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, από την «εφεύρεση» της ομιλίας, οι άνθρωποι μπορούν να ξεκινούν συνομιλίες, σε παγκόσμια και ατομική βάση, τόσο εύκολα όσο μπορούν να λάβουν την επικοινωνία των εφημερίδων, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης.
Σ’ αυτό το άρθρο, θα ερευνήσω κάποιες από αυτές τις αποκεντρωτικές συνέπειες – και συγκεκριμένα τον τρόπο με τον οποίο η online επικοινωνία μοιάζει να είναι έτοιμη να υποσκάψει τα κρατικά μονοπώλια πληροφοριών, και ως εκ τούτου άλλες καταπιεστικές συγκεντρώσεις εξουσίας, με ένα εκπληκτικό και πρωτόφαντο τρόπο. Μπορούμε καλύτερα να καταλάβουμε την σημασία και επίπτωση αυτής της εξέλιξης αν κοιτάξουμε πρώτα τον ρόλο που τα Μέσα έπαιξαν στην κυμαινόμενη καμπύλη συγκέντρωσης και αποκέντρωσης τα προηγούμενα 500 χρόνια, κι εκεί θα εστιάσουμε την προσοχή μας στις επόμενες παραγράφους.
Μια μικρή περιήγηση της σύγχρονης εποχής μέχρι την αυγή του 20ου αιώνα.
Η επαναστατική αποκεντρωτική επίπτωση της τυπογραφικής μηχανής τον 16ο αιώνα και μετά παρέχει ένα εξαιρετικά διδακτικό πρόλογο για να κατανοήσουμε αυτό που συμβαίνει με την αποκέντρωση του κειμένου μέσω επικοινωνούντων υπολογιστών σήμερα.
Οι αιρέσεις, φυσικά, ήταν κοινός τόπος σε όλη την ιστορία της χριστιανοσύνης, αλλά καμία δεν είχε την επίδραση του Λούθηρου. Γιατί; Το περιεχόμενο της «διαμαρτυρίας» του Λούθηρου – οι άνθρωποι πρέπει να διαβάζουν μόνοι τους την Βίβλο, και τελικά είναι υπεύθυνοι για την δική τους σχέση με την θεότητα, αντί να βασίζονται εξ ολοκλήρου στην μεσολάβηση της Εκκλησίας – ήταν σίγουρα ένα προκλητικό ιδανικό. Πιο προκλητικό όμως, και αποτελεσματικό, ήταν η εφαρμογή αυτού του ιδανικού , στις πραγματικές Βίβλους που η τυπογραφική μηχανή επέτρεψε στον καθένα να έχει στα χέρια του. Η Εκκλησία μπορούσε να διαφωνήσει μ’ αυτό το ιδανικό και το έκανε, αλλά το επιχείρημά της χανόταν μόλις μαζί με κάθε Βίβλο που έβγαινε από τις νέες τυπογραφικές πρέσες. (Levinson, 1988, p. 133). Καμιά ιδεολογία συγκέντρωσης δεν μπορεί να επιβιώσει σε μεταβολές πληροφορικής τεχνολογίας που τραβά το χαλί κάτω από τα πόδια της και το μετατρέπει σε ιπτάμενο χαλί προσιτό σε όλους.
Αλλά η δύναμη της θεμελιώδους τεχνολογίας δεν απεικονίζει το όλον. Οι μεταβολές προς την αποκέντρωση μπορεί περιστασιακά να αποδυναμώνουν τις συγκεντρωτικές αρχές, ακόμη και να τις κάνουν ανίκανες και μειονεκτικές μακροπρόθεσμα, αλλά η δύναμη της ανθρώπινης ψυχολογίας και κοινωνιολογίας που γέννησε την κατ΄ αρχήν συγκέντρωση εξουσίας δεν εξαφανίζεται (το βιβλίο «Escape from Freedom» του Erich Fromm 1941, παρέχει ακόμη μια κλασική εξήγηση γι’ αυτό). Στην πραγματικότητα, νωρίτερα ή αργότερα οι δυνάμεις συγκέντρωσης εξουσίας θα εκφραστούν κάπου αλλού, — μερικές φορές μέσω των Μέσων που οδήγησαν στην αποκέντρωση. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η τυπογραφία έδωσε δύναμη στην διαμαρτυρία του Λούθηρου (ότι οι άνθρωποι πρέπει να διαβάζουν μόνοι τους την Βίβλο) και παρά το γεγονός ότι εξασθένησε οριστικά την εξουσία της Εκκλησίας με ετερόκλητες επιπτώσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η άνοδος των εθνικών κρατών, αυτά τα εθνικά κράτη με την σειρά τους άρχισαν να χρησιμοποιούν την νέα δύναμη της τυπογραφίας να στηρίξουν τις δικές τους συγκεντρωτικές ηγεμονίες. Οι μονάρχες στην Αγγλία, Γαλλία κ.ά. γρήγορα δημιούργησαν τους βασιλικούς τυπογράφους (royal printers) για να θέσουν το νέο Μέσο κάτω από κεντρικό έλεγχο. Από την άλλη τα βιβλία που τύπωναν στις εθνικές τους ντοπιολαλιές αντί των λατινικών εξυπηρετούσαν να αποκρυσταλλωθεί η αίσθηση της εθνικής ταυτότητας (βλέπε Innis 1950, για περισσότερα στοιχεία της σημασίας που είχαν οι τυπωμένες εθνικές γλώσσες).
Η Εποχή των Ανακαλύψεων ενίσχυσε περισσότερο την κοσμική συγκέντρωση, κι έγινε δυνατή λόγω της ύπαρξης της τυπογραφίας. Τα ταξίδια στο Νέο κόσμο (όπως και αιρέσεις) είχαν γίνει πριν τον Κολόμβο, σίγουρα οι Σκανδιναβοί – όπως τώρα αποδείχθηκε – είχαν επισκεφθεί την Γροιλανδία και τις ανατολικές ακτές της Αμερικής. Αλλά η είδηση αυτών των εκπληκτικών γεγονότων μεταβιβάστηκε με τον προφορικό λόγο και η εφημερότητα αυτής της επικοινωνίας, σαν τους βόρειους ανέμους που σφυρίζουν την νύχτα, έκανε αυτές τις ειδήσεις να μοιάζουν με θρύλους αντί πραγματικότητας και τελικά είχαν μικρό αντίκτυπο στην Ευρώπη. Το ταξίδι του Κολόμβου, αντιθέτως, έγινε 50 χρόνια μετά τον Γουτεμβέργιο και η είδηση αυτού του βαρυσήμαντου γεγονότος μεταφέρθηκε κυριολεκτικά παντού από το τη νέα τότε τυπογραφία, η οποία το έκανε βαρυσήμαντο γεγονός με τον ανάλογο αντίκτυπο. Διαβάζοντας για το Νέο Κόσμο σε άσπρο – μαύρο (Σ.Μ.: σε φυλλάδια), τον έκανε ένα νέο κόσμο άξιο για στρατηγικές, πολιτικές και οικονομικές επενδύσεις (Levinson 1988, σελ. 133, 154. Jones 1984, για τους Βίκινγκς στην Αμερική και Morrison 1942 κεφ. 27 για την διασπορά των ειδήσεων περί του ταξιδιού του Κολόμβου το 1493 με ένα φυλλάδιο το οποίο μάλιστα έγινε και bestseller, σελ. 379)
Το ενδιαφέρον είναι ότι οι οικονομικές δυνάμεις που απελευθερώθηκαν με τις επενδύσεις στο Νέο κόσμο – πρώτα η εμπορευματική επανάσταση και μετά ο καπιταλισμός – έτειναν να κινούνται αντίθετα με την συγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας που οι μονάρχες ήθελαν να ξεζουμίσουν από την τυπογραφία. Ειδικά στην Αγγλία, η δίψα για πληροφορίες σχετικά με τις νέες αγορές οδήγησε τους εμπόρους να στηρίζουν μη-βασιλικά τυπογραφεία, τα οποία επιβίωναν από την νέα εφεύρεση της διαφήμισης. Αυτά, λειτουργώντας ως φορείς εθελοντικής αντί εξαναγκαστικής τάξης, μετέφεραν ιδέες που σε σύντομο χρονικό διάστημα έγιναν κριτικά προς την κεντρική εξουσία. Έτσι φυτεύτηκαν οι σπόροι της ελευθεροτυπίας και μαζί μ’ αυτούς η ανθεκτική σπονδυλική στήλη της δημοκρατικής κοινωνίας (και κατ’ επέκταση, της φιλελεύθερης κοινωνίας η οποία επίσης εξαρτάται από την μεγιστοποίηση της ροής αφιλτράριστων πληροφοριών). Αυτή η διαδικασία επέτυχε τα μέγιστα στις ΗΠΑ όπου ο Jefferson και οι συνάδελφοί του έφτιαξαν τον καταστατικό χάρτη που απαγόρευε κάθε κρατική ανάμειξη στα θέματα του Τύπου και σύντριψε αποφασιστικά μια πρώιμη προσπάθεια των κρατικιστών (The Alien and Seduction Act του John Adams) για να θεωρούνται ούτε λίγο ούτε πολύ προδοτικές οι εκδόσεις που στεκόταν κριτικά στην κυβέρνηση (Emery & Emery 1992).
O 19oς αιώνας είδε την δημοκρατία να ενισχύεται ακόμη περισσότερο στην Αγγλία και την διάχυση των συνταγματικών (αντί των απόλυτων) μοναρχιών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Από την μεριά του ο Τύπος έγινε ακόμη πιο αποτελεσματικός στο δεύτερο μισό του αιώνα, με τις νέες λινοτυπικές μηχανές, παράγοντας πολύ μεγαλύτερες ποσότητες από ποτέ βιβλίων, περιοδικών και εφημερίδων.
Αλλά ο 20ος αιώνας είχε κρυμμένες κάποιες εκπλήξεις.
Η διελκυστίνδα του συγκεντρωτισμού στον εικοστό αιώνα
Όπως είδαμε, στον 19ο αιώνα, οι δυνάμεις συγκεντρωτισμού και αποκέντρωσης, εξαναγκαστικής και εθελοντικής κοινωνικής τάξης ενδυναμώθηκαν κάθε μία ξεχωριστά από την τυπογραφία. Αλλά το χονδρικό αποτέλεσμα ήταν ένας κόσμος πολύ πιο αποκεντρωμένος απ’ ότι ήταν πριν την τυπογραφία. Στις πρώτες όμως εννιά δεκαετίες του 20ου αιώνα αυτή η τάση αντιστράφηκε.
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ με το όνομα «ξεκάθαρος και παρών κίνδυνος» («clear present danger») το 1919 ήταν μια πρώιμη και δυσοίωνη αντιστροφή της πορείας των γεγονότων: η απόφαση, αντίθετα με τον καταστατικό χάρτη των ΗΠΑ («Το κογκρέσο δεν πρέπει να κάνει νόμο … που να περιορίζει την ελευθερία του λόγου ή του Τύπου»), αποφάσισε ότι το κράτος είχε την υποχρέωση να περιορίσει κάποια είδη επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένου του λόγου, δηλαδή εκείνα τα είδη επικοινωνίας που θα είχαν ως αποτέλεσμα την ζωή, την σωματική ακεραιότητα ή την περιουσία [των πολιτών]. Έτσι ανοίχτηκε νομικό παράθυρο για κάθε και όλες τις λογοκρισίες που υπήρξαν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Εν τω μεταξύ, εντελώς τυχαία εμφανίσθηκε μια νέα βάση συγκεντρωτισμού στα media. Στο τέλος του περασμένου αιώνα ο Marconi προσπαθούσε να αναπτύξει ένα σύστημα τηλεγράφου /τηλεφώνου που θα δούλευε χωρίς σύρματα. Τεχνολογικοί περιορισμοί, που έκαναν την λήψη των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων πιο φθηνή από την εκπομπή τους, συνέβαλαν στο να γίνει ο ασύρματος του Marconi ένα μονόδρομο, μαζικό και στιγμιαίο Μέσο: το ραδιόφωνο. Πολιτικοί αρχηγοί, όπως ειπώθηκε νωρίτερα, γρήγορα πήραν την κυριότητα του Μέσου, με το οποίο μπορούσαν χωρίς κόπο να προσεγγίσουν τους πάντες στο έθνος τους στιγμιαία και ταυτόχρονα* είτε μεταδίδοντας χαλαρές ομιλίες είτε πατριωτικές προτροπές.
Φυσικά, οι δυνάμεις αποκέντρωσης δεν κατατροπώθηκαν. Στο Τρίτο Ράιχ, η οργάνωση «Λευκό Ρόδο» χρησιμοποίησε πρωτόγονες φωτοτυπικές μηχανές για να διανείμουν μυστικά την κριτική τους στην κυβέρνηση (Dumbach & Newborn 1986). Από την άλλη τα σάμιζνταντ βίντεο στην Σοβιετική Ένωση ήταν μια διαρκής πηγή αντικυβερνητικών πληροφοριών (Levinson 1992)
Μέχρι μερικά χρόνια πριν όμως τα πλέον προοδευμένα επικοινωνιακά συστήματα ήταν στα χέρια ολίγων. Αυτό συνέβαινε επειδή τα κυρίαρχα Μέσα έμοιαζαν με κατ’ ανάγκη μονόδρομα οχήματα επικοινωνίας: μπορούμε όλοι να λαμβάνουμε νέα και ψυχαγωγία από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, αλλά πολλοί λίγοι από μας μπορούμε να συμβάλλουμε στο πρόγραμμα. Είναι ξεκάθαρο ότι υπό το πρίσμα μιας ακμάζουσας Δημοκρατίας αυτό δεν ήταν ιδιαίτερα υγιής κατάσταση: όταν οι πολίτες ενημερώνονται μόνο από την κυβέρνηση, δύσκολα θα είναι καλά πληροφορημένοι ώστε να κριτικάρουν αξιόπιστα την κυβέρνηση. Στις περισσότερες περιπτώσεις (συμπεριλαμβανομένης της Αγγλίας) αυτό ακριβώς ήταν το ζήτημα: τα μέσα εκπομπής ήταν κυριολεκτικά υπό τον έλεγχο κρατικών υπηρεσιών, όπως είναι το BBC (δες Levinson 1995, σελ. 150 για το πώς αυτοί οι περιορισμοί έγιναν πράξη κατά την διάρκεια του πολέμου στα Φόκλαντς τον Οκτώβριο του 1988). Στις ΗΠΑ η κατάσταση ήταν λίγο καλύτερη, αλλά ακόμη κι εκεί οι ειδήσεις ήταν στα χέρια τριών ολιγαρχικών δικτύων, που ήταν υποκείμενα κρατικής παρέμβασης και φυσικά δεν ήταν θεσμοί της μη-καταναγκαστικής τάξης (δες λεπτομέρειες για την λειτουργία στις ΗΠΑ της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών (Federal Communication Commission) παρακάτω).
Μετά οι άνθρωποι άρχισαν να επικοινωνούν δικτυακά.
Η επαναβεβαίωση του Διαλόγου
Οι περιορισμοί των μονόδρομων Μέσων, το πάγωμα του διαλόγου, αναγνωρίστηκε πριν πολλά χρόνια από τον Σωκράτη, που στον Φαίδρο (περικοπές 275-276) ανησυχούσε ότι ο γραπτός λόγος ήταν ικανός να δώσει μία ομοιόμορφη απάντηση σε όλες τις πιεστικές ερωτήσεις: η απάντηση έχει δοθεί πριν τις ερωτήσεις. Η πρωτόγνωρη διασπορά πληροφοριών πρώτα από τον γραπτό λόγο και πολύ περισσότερο από την τυπογραφία είχαν έτσι κι αλλιώς είχαν εξαιρετικά αποκεντρωτικά και δημοκρατικά αποτελέσματα. Αλλά σχεδόν όλα τα Μέσα που ακολούθησαν τον προφορικό λόγο στην Ιστορία (με μόνες εξαιρέσεις το τηλέφωνο και τον τηλέγραφο) παρά την διανεμητική και αποκεντρωτική δύναμη τους, είχαν επίσης και βαθιές συγκεντρωτικές ικανότητες επειδή είχαν το πλεονέκτημα κατάσχεσης του δημόσιος διαλόγου. Έχουμε δει στους προηγούμενους αιώνες, τις αποκεντρωτικές τάσεις συνολικά να έχουν το πάνω χέρι, αλλά τα μονόδρομα συγκεντρωτικά Μέσα μετέβαλαν αυτήν την ισορροπία προς την άλλη κατεύθυνση.
Λίγοι μόνο μπορούσαν να προβλέψουν ότι ο υπολογιστής (ο επί μακρόν θεωρούμενος από την λαϊκή κουλτούρα κύριος φορέας της ολοκληρωτικής, μαθηματικά οργανωμένης κοινωνίας) θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταστροφική δύναμη στον συγκεντρωτισμό. Ο Vannevar Bush ήταν ένας και πιθανώς ο πρώτος, που το 1945 πρότεινε την δημιουργία του «memex» μιας μηχανής που θα μπορούσε να υπάρχει στο γραφείο του καθενός και θα επέτρεπε την ηλεκτρονική μετάδοση και αποθήκευση εγγράφων και δεδομένων από οποιονδήποτε και σε οποιονδήποτε είχε μια παρόμοια μηχανή.
Το κλειδί για μια τέτοια μηχανή – που έγινε κατορθωτή με τους προσωπικούς υπολογιστές και τα modem η χρήση των οποίων γενικεύθηκε από τον πληθυσμό στην δεκαετία του 1980 – αποτελούνται (α) από κάτι που επέτρεπε την εύκολη δημιουργία και αποθήκευση κειμένου και (β) από κάτι που επιτρέπει με την ίδια ευκολία την διανομή του. Όπως είδαμε, στιγμιαία παγκόσμια λήψη πληροφοριών υπήρχε ήδη στα περισσότερα μέρη του κόσμου, με τα εκπεμπόμενα Media. Αυτό που έλειπε ήταν μια μηχανή ή σύστημα που θα μπορούσε να δημιουργήσει και να μεταδώσει δεδομένα. Το δίκτυο υπολογιστών ήταν ένα τέτοιο σύστημα.
Η δικτύωση έγινε εφικτή «καβαλώντας» την δυνατότητα διασύνδεσης των υπολογιστών σε ένα υπαρκτό, παγκόσμιο και εξαιρετικά αποτελεσματικό τηλεφωνικό δίκτυο. Το τηλέφωνο ήταν η μοναχική μικρή συνεισφορά της σύγχρονης τεχνολογίας στην αλληλεπιδραστικότητα: αντίθετα ακόμη και με τον τηλέγραφο (που απαιτούσε από τους χρήστες του να αφήνουν τα σπίτια τους για να στείλουν ένα μήνυμα και έγινε έτσι κι αλλιώς ένα περιθωριακό Μέσο του 20ου αιώνα) το τηλέφωνο επέτρεψε στους ανθρώπους να επικοινωνούν με οποιονδήποτε στον κόσμο που είχε τηλεφωνική συσκευή, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας και από την άνεση του σπιτιού ή του γραφείου του. Αυτή ήταν πραγματικά μια εξαιρετικά αποκεντρωτική συσκευή.
Το μόνο μειονέκτημα του τηλεφώνου, από την άποψη της πολιτικής επίδρασης, ήταν ότι η συσκευή ήταν εξαιρετικά προσωπική (ενισχύοντας την επικοινωνία ένας προς ένα) και φυσικά μετέφερε μόνο προφορικό λόγο. Το αποτέλεσμα ήταν να φτιαχτεί ένα Μέσο που χρησιμοποιήθηκε για προσωπικές φλυαρίες μέχρι και σοβαρές επιχειρηματικές συνομιλίες, αλλά όχι για το χτίσιμο κοινωνικών πλειοψηφιών ή εθελοντικών πολιτικών οργανισμών. Μια κοινωνική πλειοψηφία απαιτεί ομάδες ανθρώπων ικανών να θεωρήσουν (και να συνεισφέρουν) ένα όγκο πληροφορίας ο οποίο θα είναι πάντα προσβάσιμος.
Η σύνδεση των συσκευών που παρήγαγαν κείμενο (προσωπικοί υπολογιστές) στο τηλεφωνικό σύστημα έφερε την αναγκαία ισορροπία, επειδή το κείμενο έχει την ικανότητα να αντέχει όσο χρειάζεται για να γίνει τόπος ανάλυσης και κριτικής. (Levinson 1995, σελ. 36-48). Έτσι η ασύγχρονη αλληλεπίδραση γίνεται (σε αντιδιαστολή με την σύγχρονη αλληλεπίδραση του τηλεφώνου και της προσωπικής συνομιλίας) εξαιρετικά παραγωγική για την λογική παραγωγή (Levinson, 1992, σελ. 157-160).
Ας ρίξουμε μια ματιά στην παραδοσιακή αίθουσα διδασκαλίας ως ένα παράδειγμα του τι συμβαίνει με την σύγχρονη επικοινωνία στις καλύτερες δυνατές συνθήκες. Μόνο ένας μπορεί να μιλήσει σε μια συγκεκριμένη στιγμή, κανείς πλην ενός δεν μπορεί να συνεισφέρει. Σ σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ως αναγκαίο όχημα τάξης εν μέρει, χρειάζεται ένας ισχυρός αρχηγός’ στην πραγματικότητα κάποιος που φέρεται ως δικτάτορας αντί ως οργανωτής του διαλόγου. Αυτό το ρόλο παίζει ο δάσκαλος, οποίος αυστηρά καθορίζει ποιος μιλά σε ποιόν και πότε. Πέρα από αυτό όταν τελειώσει το μάθημα τελειώνει και η ενεργή διασπορά και ανάλυση της γνώσης. Ναι, οι άνθρωποι μπορούν να μελετήσουν όσα μέσα στην αίθουσα απόκτησαν (και σε ένα περιορισμένο βαθμό συνεισέφεραν). Αλλά Αυτό ήταν μια κατόπιν εορτής ανακεφαλαίωση. . Από την στιγμή που η ομάδα σκορπίσει δεν υπάρχει η δυνατότητα να συνεχιστεί ενεργά η ανάλυση. (Φυσικά η τάξη μπορεί να συγκεντρωθεί την ερχόμενη εβδομάδα και είναι δυνατή η κατά διαστήματα διενέργεια σχετικών διαλόγων, αλλά αυτό δεν είναι όμοιο με τον συνεχή διάλογο.)
Τώρα ας σκεφθούμε την δικτυωμένη αίθουσα διδασκαλίας (ή μια δικτυακή συνομιλία). Κάθε ένας μπορεί να καταθέσει τη σημείωση του σε μια τέτοια συνομιλία οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας. Ακόμη περισσότερο, κάθε ένας μπορεί να διαβάσει και να ξαναδιαβάσει όσο συχνά θέλει. Οι αρχηγοί ακόμη χρειάζονται (είτε διορισμένοι, είτε εκλεγμένοι), αλλά ο ρόλος τους περιορίζεται στην καθοδήγηση της συνομιλίας, είναι μεσολαβητές αντί δικτάτορες της συζήτησης. Ακόμη και η φυσική δυναμική των δικτυακών κοινοτήτων βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Οι άνθρωποι κρίνονται μόνο από τις λέξεις που εμφανίζονται στην οθόνη (Levinson, 1995 σελ. 49-53) αντί των ρούχων που φορούν ή ποια θέση έχουν στο τραπέζι της συζήτησης. Έτσι ισοπεδώνονται οι ιεραρχίες. Η εξαναγκαστική, συγκεντρωτική εξουσία του δασκάλου στην αίθουσα διδασκαλίας διαλύεται σε μια πιο εθελοντική παιδαγωγική τάξη ενεργών μαθητών που καθοδηγούνται από ένα μεσολαβητή σε ένα online μάθημα.
Ένα επιπλέον και σημαντικό πλεονέκτημα της δικτυακής σε σχέση με την δια προσωπικής παρουσίας εκπαίδευση πηγάζει από το γεγονός ότι επιτρέπει σε κάθε ένα, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται στον κόσμο, να συμμετάσχει. Η διαπροσωπική συνάντηση, τελικά, είναι πολύτιμη σε ανθρώπους που δύνανται να έχουν φυσική παρουσία. Αλλά εμπόδια κάθε είδους – γεωγραφικά, οικονομικά, ακόμη και φυσικά – μπορούν να εμποδίσουν τους ανθρώπους να παραβρεθούν σε τέτοιες συναντήσεις, να πάρουν μέρος στην πνευματική διαδικασία. Αντίθετα η δικτυακή συνομιλία είναι προσβάσιμη σε οποιονδήποτε έχει προσωπικό υπολογιστή και τηλέφωνο.
Ασκείται μεγάλη κριτική στην ψηφιακή εποχή για τις de-facto οικονομικές απαγορεύσεις σε ότι αφορά την άσκηση της δικτυακής συνομιλίας, κριτική που βασίζεται κατ’ αρχήν στο κόστος απόκτησης ενός υπολογιστή και κατά δεύτερον στα τηλεπικοινωνιακά κόστη (περίληψη αυτής της κριτικής δες Levinson, 1995 σελ. 28-29). Το πρώτο είναι σίγουρο αλλά μόνο για εκείνο το μέρος του πληθυσμού που δεν μπορεί να πληρώσει μερικές εκατοντάδες δολάρια (τουλάχιστον για τις ΗΠΑ) για να αποκτήσει ένα καλό μεταχειρισμένο υπολογιστή και modem. Κι ενώ αυτό είναι πιο ακριβό από την εκ του σύνεγγυς συνομιλία, τίποτε δεν κάνει τον δικτυακό κόσμο ένα παιγνίδι μόνο για πλούσιους. Κατά τον ίδιο τρόπο το κόστος της τηλεφωνικής σύνδεσης, αν και κοστίζει σε σχέση με το τίποτε, είναι λίγο περισσότερο απ’ ότι οι άνθρωποι πληρώνουν τις νυν τηλεφωνικές υπηρεσίες στα σπίτια τους όταν δεν είναι δικτυωμένοι.
Σε κάθε περίπτωση οι άνθρωποι που συνδέονται σήμερα στο Internet είναι περί τα 30 εκατομμύρια και αυξάνονται (Σ.τ.Μ.: το άρθρο γράφτηκε το 1995), αρκετά μεγάλος αριθμός για να προσελκύσει το ενδιαφέρον των κυβερνήσεων που αγχώνονται να καπελώσουν τις αποκεντρωτικές αυτές δυνάμεις. Στο επόμενο μέρος θα δούμε κάποιες από τις ομοβροντίες της αντιμεταρρύθμισής τους.
Το έδαφος για την αντιμεταρρύθμιση στα media
Οι δύο πολυτιμημένες περιπτώσεις για κρατική παρέμβαση στα media στον 20ο αιώνα ήταν η εθνική ασφάλεια και τα δημόσια πρότυπα ευπρέπειας.
Η εθνική ασφάλεια ήταν η κινητήριος δύναμη πίσω από την προαναφερθείσα απόφαση του «ξεκάθαρου και παρόντα κινδύνου», που φτιάχτηκε με σκοπό να σταματήσει τις εκστρατείες κατά της επιστράτευσης σε περίοδο πολέμου. Συνέχισε να φουσκώνει ως λογική για την κρατική λογοκρισία στις ΗΠΑ μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο το 1971 αρνήθηκε να επιτρέψει στον Richard Nixon να σταματήσει την δημοσίευση των «Εγγράφων του Πενταγώνου» (περισσότερο για 15 ημέρες) στις εφημερίδες «The Νew York Τimes» και «Washington Post» (Emery & Emery 1992, σελ. 441-443). Η απαγόρευση της δημοσίευσης έστω για 15 ημέρες ήταν μια ακύρωση της Πρώτης τροπολογίας του καταστατικού Χάρτη, αλλά η απόφαση του Ανώτατου δικαστηρίου να μην συνεχιστεί αυτή η απαγόρευση, παρά τις παρακλήσεις του Προέδρου, έδειξε δραματικά ότι η απλή επίκληση της εθνικής ασφάλειας δεν ήταν αρκετή να διατηρηθεί αυτή η απαγόρευση, ή ακόμη να επανορθωθεί στο μέλλον.
Αλλά το ενδιαφέρον για την πορνογραφία είχε ήδη ανέβει τα σκαλιά ως η κυρίαρχη αιτιολογία για κρατικό έλεγχο στα εκπεμπόμενα Μέσα. Η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών (Federal Communications Commission ή FCC) δημιουργήθηκε το 1934 για να εξασφαλίσει ότι ο σπάνιος πόρος του φάσματος των ραδιοσυχνοτήτων – υπήρχε ένα χαμηλό τεχνικό όριο στον αριθμό των ραδιοσταθμών που μπορούσαν να εκπέμψουν καθαρά στα ραδιοκύματα – θα αξιοποιούνταν για το «δημόσιο συμφέρον». Όποιες κι αν ήταν οι προθέσεις των νομοθετών που δημιούργησαν το FCC, πρακτικά η εντολή μεταφράστηκε ως υποχρέωση εξασφάλισης ότι τίποτε «προσβλητικό» δεν θα έβγαινε στον αέρα. Καθώς η τεχνολογία αύξησε τον αριθμό των σταθμών που μπορούσαν να εκπέμψουν στο φάσμα ραδιοσυχνοτήτων κι εξαφανίσθηκε το αρχικό ενδιαφέρον για την «σπανιότητα του πόρου» αναδύθηκε μια νέα αιτιολογία για κρατική παρέμβαση στις εκπομπές: οι άνθρωποι δεν έχουν προηγούμενη γνώση του εκπεμπόμενου προγράμματος από ένα δεδομένο ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό, έτσι το ραδιόφωνο και η τηλεόραση πρέπει να μείνουν «καθαρά» (Levinson, 1992 σελ 148-150). Το Ανώτατο Δικαστήριο υποστηρίζοντας αυτή την αιτιολογία επιχειρηματολόγησε ως εξής: ενώ οι άνθρωποι αποφασίζουν την αγορά περιεχομένου όταν αγοράζουν εφημερίδα, βιβλίο ή πάνε να δουν μια ταινία, δεν είναι πληροφορημένοι όταν αποφασίζουν να ανοίξουν την τηλεόραση και το ραδιόφωνο, τα οποία μπορούν να μεταδώσουν οτιδήποτε. Έτσι στην πραγματικότητα σφυρηλατήθηκε μια ισορροπία μεταξύ των μόνιμα ανταγωνιζόμενων δυνάμεων της αποκέντρωσης και ελευθερίας της έκφρασης από την μια και της συγκέντρωσης και κρατικού ελέγχου από την άλλη. Οι εφημερίδες και τα τυπωμένα Μέσα είχαν την προστασία του Καταστατικού Χάρτη από την καταναγκαστική κρατική παρέμβαση (μια θέση που ενδυναμώθηκε από την υπόθεση των «εγγράφων του πενταγώνου»), αλλά το ραδιόφωνο και η τηλεόραση ήταν υπόλογα στα πρότυπα που επέβαλε το κράτος.
Αφού όμως τα εκπεμπόμενα Μέσα είναι από την φύση τους συγκεντρωτικά (όπως αναλύθηκε εν εκτάσει προηγουμένως) ο κρατικός έλεγχος του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης κατά μία έννοια τα έκανε ελάχιστα πιο συγκεντρωτικά: ήταν ήδη εξαιρετικά απίθανο να έχουν βαθιά αποκεντρωτικά αποτελέσματα, λόγω των μονόδρομων περιορισμών αυτής της τεχνολογίας.
Αυτή ήταν η κατάσταση όταν μπήκαν στο τοπίο τα δικτυακά Μέσα με τις εξαιρετικές αποκεντρωτικές δυνατότητες. Πως απάντησε το κράτος;
Το επιχείρημα της εθνικής ασφάλειας είχε εξασθενήσει ειδικά με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Έτσι και αλλιώς η δικτυακή επικοινωνία κατά την αρχική της εξάπλωση ως δημόσια έκφραση ρίζωσε στο βασίλειο της ψυχαγωγίας (κι ακόμη εκεί είναι) παρά της πολιτικής.
Αλλά υπάρχει πάντα η πορνογραφία.
Αλλά οι άνθρωποι που μπαίνουν στο δίκτυο κάνουν μια συνειδητή επιλογή. Ο μετέχων στη δικτυακή κοινότητα μοιάζει περισσότερο με τον αγοραστή κάποιας εφημερίδας αντί του ανθρώπου που ανοίγει το ραδιόφωνό του στο αυτοκίνητο, ή λαγοκοιμάται ενώ τα προγράμματα αλλάζουν στην τηλεοπτική οθόνη. Επιπλέον η καλωδιακή τηλεόραση – η οποία εν αντιθέσει με τα τηλεοπτικά δίκτυα πρέπει να πληρώσει κάποιος για να την έχει – είχε ήδη μείνει εκτός των αυστηρών ρυθμίσεων του FCC περί ασέμνων προγραμμάτων.
Παρ’ όλα αυτά ένα ευρύτατο νομοσχέδιο για τις τηλεπικοινωνίες – που θα ποινικοποιεί αυτά που θα γράφουν οι άνθρωποι στο δίκτυο – συζητείται στο αμερικανικό κογκρέσο αυτή την εβδομάδα (τέλος 1995) (δες Rheingold 1995, για λεπτομέρειες).
Το λυκόφως των μονοπωλίων της γνώσης
Πρέπει να γίνουμε ξεκάθαροι της δικτυακής επικοινωνίας και του αντίκτυπού της: τα αποκεντρωτικά αποτελέσματα που αναφέρθηκαν προηγουμένως είναι σ’ αυτή τη φάση υποθετικά, ειδικά στον τομέα της πολιτικής. Καμία εκλογή ή θέμα δεν αποφασίστηκε, σίγουρα καμία κυβέρνηση δεν τραυματίστηκε σοβαρά ή ανατράπηκε από κάτι που έγινε στο δίκτυο. Αυτό κάνει την προσπάθεια του κρατικού ελέγχου ακόμη πιο ενδιαφέρον θέμα.
Η ειδική περίσταση για την τωρινή δημόσια διαμαρτυρία που ζητά κρατική παρέμβαση της δικτυακής επικοινωνίας στις ΗΠΑ είναι η ανάπτυξη της πορνογραφίας που δημιουργείται από ενήλικες και κατευθύνεται στα παιδιά μέσω του διαδικτύου. Ας αφήσουμε στην άκρη την ασταθή φιλελεύθερη έννοια των «δικαιωμάτων του παιδιού», για το αν τα παιδιά «δικαιούνται» να παίρνουν τέτοιο υλικό. Η άποψή μου είναι ότι τα παιδιά μικρότερα κάποιας ηλικίας δεν πρέπει δεν πρέπει να λαμβάνουν τέτοιο υλικό διότι δεν έχουν την απαιτούμενη νοητική και σίγουρα την συναισθηματική αντοχή να κάνουν λογική επιλογή λήψης ή μη της πορνογραφίας. Σίγουρα μπορούμε να σκεφτούμε τρόπους πέρα από την λογοκρισία για να κρατήσουμε τα παιδιά μακριά από τέτοιο υλικό, ειδικά με την γονική επίβλεψη των παιδιών την ώρα που μπαίνουν στο διαδίκτυο. Συνήθως εκείνοι που ζητούν λογοκρισία δεν εντυπωσιάζονται από τέτοιες αποκεντρωτικές στρατηγικές – οι οποίες αναδεικνύουν ότι η παιδική πορνογραφία, αν δεν είναι πρόσχημα για κρατική παρέμβαση, σίγουρα μας παρουσιάζεται ως πλεονεκτική περίσταση για μια τέτοια ενέργεια.
Μια λαμπρή εξήγηση του ενδιαφέροντος κάθε κεντρικής εξουσίας για τον έλεγχο αυτής της ευρύτερης αποκέντρωσης της πληροφορίας, προέρχεται πάλι από τον Harold Innis (1951) και της παρατήρησής του πως το δύσκολο σύστημα των ιερογλυφικών στην αρχαία Αίγυπτο (ακόμη και τα σύγχρονα ιδεογραμματικά συστήματα, όπως είναι τα Κινεζικά, με τα 20.000 και πλέον διαφορετικά ιδεογράμματα χρειάζονται χρόνια για να τα μάθει κάποιος και να τα χρησιμοποιήσει στην ολότητά τους) ήταν αιτία συγκέντρωσης τεράστιας γνώσης και μέσω αυτής εξουσίας στα χέρια ολίγων ιερέων που μπορούσαν να τα γράψουν και να τα διαβάσουν. Έτσι κυριαρχούσαν οι ιερείς κι αυτό που γλαφυρά ονόμασε ο Innis «μονοπώλιο της γνώσης», καταφέρνοντας να εξαφανίσουν μια ανταγωνιστική μονοθεϊστική θρησκεία που τέθηκε σε ισχύ από ένα υποτιθέμενα ισχυρότατο Φαραώ (τον Ικχαντόν, Αμενοχοτέπ ΙV) μερικές γενιές μετά το θάνατό του. Σε αντίθεση, οι πολιτικά αδύναμοι, αρχαίοι Εβραίοι μπόρεσαν να δημιουργήσουν μια παρόμοια μονοθεϊστική θρησκεία που σταδιακά προσηλύτισε το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου με μόνη εξουσία το αλφάβητο, ένα εξαιρετικά απλούστερο (20+ γράμματα) και πολύ πιο αποκεντρωτικό σύστημα. (Δες Levinson 1988 για περισσότερα. Το αλφάβητο επίσης έχει το πλεονέκτημα να είναι εξαιρετικά αποδοτικό, αφού είναι πλήρως αφηρημένο σύστημα, για να επικοινωνηθεί μια Θεότητα παντοδύναμη, πανταχού παρούσα, αλλά και αόρατη.)
Πέρα όμως από αυτά, το αλφάβητο – που παρείχε τα μέσα για την εμφάνιση εθελοντικής τάξης – ήταν αιχμάλωτος του Μέσου στο οποίο αναγραφόταν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αν και υπήρξε απελευθερωτικό σε σχέση με τους πολιτισμούς που είχαν τα ιερογλυφικά, έγινε όχημα νέων μονοπωλίων της γνώσης, που κατείχαν άλλες ομάδες ιερέων, οι οποίοι ήταν οι μόνοι θεράποντες των γραμμάτων τον Μεσαίωνα στην Ευρώπη. Αυτά τα μονοπώλια με την σειρά τους θρυμματίστηκαν από την τοποθέτηση του αλφάβητου σε μαζικά παραγόμενες σελίδες βιβλίων που έβγαιναν από τα τυπογραφεία. Ο κύκλος συνεχίστηκε με νέα κέντρα γνώσης, σε πανεπιστήμια και εθνικές πρωτεύουσες, που φτιάχτηκαν από το τυπωμένο βιβλίο.
Οι κύκλοι συνεχίζονται. Το εκκρεμές μεταξύ καταναγκαστικής και εθελοντικής τάξης πηγαινοέρχεται όσο οι υποκείμενες δομές των media επιτρέπουν την ταλάντωση προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση. Το αλφάβητο και άλλες μορφές ανθρώπινης επικοινωνίας στο διαδίκτυο προσφέρουν πρωτοφανείς αποκεντρωτικές δυνατότητες. Οι βιβλιοθήκες, τα πανεπιστήμια όλα γίνονται λίγο – πολύ το ίδιο σε ένα παγκόσμιο σύστημα που στιγμιαία μεταφέρει τον γραπτό λόγο σε κάθε γωνιά του κόσμου, με μόνο περιορισμό την πρόσβαση σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και με μεγαλύτερη μονιμότητα από τα βιβλία (ένα βιβλίο μπορεί να εξαντληθεί και να μην ξανατυπωθεί). Νέες τεχνολογίες αναπτύσσονται για μεταφέρουν στην παγκόσμια συμμετοχική αρένα την ανθρώπινη φωνή, φωτογραφία και κινούμενη εικόνα και κάθε είδους γραφικό.
Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει λοιπόν, που οι κυβερνήσεις ψάχνουν την ευκαιρία να θέσουν έστω μέρος αυτού υπό τον έλεγχό τους. Αλλά η τεχνολογία τους έχει ήδη ξεπεράσει. Οι τάσεις συγκέντρωσης είχαν στην ιστορία τεράστια προσαρμοστικότητα, γιατί αναφέρονται σε κάποιες ανθρώπινες ανάγκες. Αλλά τώρα φτάνουν στα όριά τους καθώς προσπαθούν να φρενάρουν ένα Μέσο που μεταμορφώνει ένα κόσμο ομιλητών και συγγραφέων σε εκδότες.
Πηγές
Bush, Vamievar (1945) “As We May Think.” The Atlantic Monthly”,
Iούλιος, σελ. 101-108.
Dumbach, Annette E & Jud Newbom (1986) Shattering the German
Night. Boston: Little, Brown.
Emery, Michael & Edwin Emery (1992) The Press and America 7th ed.
Englewood Cliffs, NJ: Prentice Hall.
Fromm, Erich (1941) Escape from Freedom. New York: Rinehart.
Innis, Harold A. (1950) Empire and Communications… Toronto:
University of Toronto Press.
Innis, Harold A. (1951) The Bias of Communication Toronto:
University of Toronto Press.
Jones, Gwyn (1984) A History of the Vikings Oxford: Oxford
University Press.
Levinson, Paul (1988) Mind at Large: Knowing in the Technological
Age. Greenwich, CT: JAI Press.
Levinson, Paul (1992) Electronic Chronicles: Columns of the Changes in our Time. San Francisco, CA: Anamnesis Press.
Levinson, Paul (1995) JLeaming Cyberspace: Essays on the Evolution of Media and the New Education… San Francisco, CA: Anamnesis Press.
Levinson, Paul (forthcoming) The Soft Edge: A Natural History and Future of the Information Revolution
McLuhan, Marshall (1964) Understanding Media_ New York: Mentor.
Morrison, Samuel E. (1942) Admiral of the Ocean Sea Boston:
Little, Brown.Plato, Phaedrus
Rheingold, Howard (1995) “Last Stop Before Censorship State.” King Features (newspaper syndication), 25/12.
Ο συγγραφέας…
Ο Paul Levinson είναι καθηγητής επικοινωνίας στο πανεπιστήμιο Hofstra της Νέας Υόρκης. Έχει γράψει αρκετά βιβλία για την επικοινωνία, όπως τα «Mind at Large» (Το μυαλό εν εκτάσει) , «Electronic Chronicles» (Ηλεκτρονικά Χρονικά), «Learning Cyberspace» (Μαθαίνοντας τον Κυβερνοχώρο), «Τhe Soft Edge» (Απαλή κόψη), όπως και αρκετά επιστημονικής φαντασίας. Υπήρξε βασικός αρθρογράφος του περιοδικού «Omni» ενώ κατά καιρούς αρθρογραφεί στο περιοδικό «Wired» και την εφημερίδα «Village Voice». Διευθύνει επίσης την επιστημονική επιθεώρηση «The Journal of Social and Evolutionary Systems».
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Values and Social Order» τόμος 3 (Avebury Press, 1996) που διευθύνεται από τον Gerard Radnitzky. Αναδημοσιεύεται με την ευγενική άδεια του συγγραφέα.
Αδημοσίευτο (Μετάφραση Πάσχος Μανδραβέλης)