Το πρόβλημα ξεκινά από την εσκεμμένη (μέχρι και καλλιεργημένη) σύγχυση που γίνεται μεταξύ του προκαθήμενου της Εκκλησίας (ο οποίος σημειωτέον είναι Έλλην Πολίτης με όλα τα δικαιώματα) και της Εκκλησίας.
Ζούμε σε μια δημοκρατική χώρα. Κάθε πολίτης της δικαιούται να λέει ελεύθερα την γνώμη του. Είτε είναι ο μπακάλης της παρακάτω γωνίας, είτε είναι ένας βουλευτής, είτε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί αν στερηθεί από οποιονδήποτε, πόσο μάλλον από τον κ. Χριστόδουλο. Η Δημοκρατία έτσι λειτουργεί. Με απόψεις, κριτική και αντικριτική. Για κάθε θέμα και για κάθε πρόσωπο. Κάποιος λέει την άποψή του, κάποιος άλλος συμφωνεί, κάποιος τρίτος επαυξάνει και κάποιος μπορεί να διαφωνεί. Η Δημοκρατία απαιτεί απόψεις και την κριτική αυτών των απόψεων. Έτσι λειτουργεί και γι’ αυτό έχει αγαθά αποτελέσματα. Υπάρχουν απόψεις και αντίθετες απόψεις. Όλες ζυμώνονται και τελικά βγαίνει ο χρυσός κανόνας.
Ο κ. Χριστόδουλος δικαιούται λοιπόν να έχει άποψη. Έχει δικαίωμα να ψηφίζει. Να κρίνει πολιτικές. Να συμπαθεί ή να αντιπαθεί πολιτικούς. Μπορεί να κάνει κι εκτίμηση για τα αποτελέσματα. Επειδή μάλιστα είναι και μορφωμένος άνθρωπος, η άποψή του έχει και μια βαρύνουσα σημασία. Μέχρις εκεί όμως. Η άποψή του μπαίνει στην κονίστρα της πολιτικής -με την ομολογουμένως αυξημένη βαρύτητα (που λόγω της μόρφωσής του) έχει- επηρεάζει καταστάσεις και κρίνεται. Είπε για παράδειγμα ο κ. Χριστόδουλος ότι οι ψηφοφόροι του κ. Καρατζαφέρη είναι καλοί Χριστιανοί. Δικαίωμά του. Κάποιος άλλος μπορεί να πει ότι είναι κακοί νεοδημοκράτες. Δικαίωμά του επίσης. Κάποιος τρίτος μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι …τρομοκράτες. Κι αυτός έχει δικαίωμα είναι να πει ό,τι του κατέβει. Αυτές οι απόψεις κατεβαίνουν στην Αγορά του Δήμου, κρίνονται και κάποια κυριαρχεί πλειοψηφικά. Γιατί να υπάρχει λοιπόν πρόβλημα με τις πολιτικές παρεμβάσεις του κ. Χριστόδουλου;
Το πρόβλημα ξεκινά από την εσκεμμένη (μέχρι και καλλιεργημένη) σύγχυση που γίνεται μεταξύ του προκαθήμενου της Εκκλησίας (ο οποίος σημειωτέον είναι Έλλην Πολίτης με όλα τα δικαιώματα) και της Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι κάτι ευρύτερο από τον προκαθήμενό της. Είναι η σύναξη των πιστών οι οποίοι ως Έλληνες πολίτες επίσης είναι φορείς απόψεων οι οποίες δεν συνάδουν πάντα με εκείνες του κ. Χριστόδουλου. Απόδειξη το γεγονός ότι 98% των Ελλήνων είναι μέλη της Ορθόδοξης Αποστολικής Εκκλησίας, αλλά μόνο ένας στους δέκα συμμερίστηκε την άποψη περί καλών Χριστιανών.
Ο κ. Χριστόδουλος ως Έλλην πολίτης έχει ιερό εκ του Συντάγματος δικαίωμα να λέει ευθαρσώς την άποψή του. Είτε αυτή η άποψη είναι αρεστή σε κάποιους, είτε όχι. Αυτή η άποψη δεν είναι θέσφατο. Κρίνεται. Κάποιοι μπορούν να πουν «μπράβο» και κάποιοι άλλοι «έχετε άδικο μακαριότατε». Ούτε το ένα πρέπει να είναι κολάσιμο, ούτε το άλλο. Αντιθέτως ανεπίτρεπτο είναι είτε να αφαιρείται από τον κ. Χριστόδουλο το δικαίωμα στην άποψη, είτε να αφαιρεί ο κ. Χριστόδουλος το δικαίωμα να κρίνουν κάποιοι τις απόψεις του. Δεν είναι, για παράδειγμα, φίλοι της εκκλησίας εκείνοι που συμφωνούν με τις απόψεις του κι εχθροί εκείνοι που διαφωνούν.
Εξάλλου πολλές φορές μητροπολίτες διαφώνησαν με τις απόψεις του αρχιεπισκόπου και άλλες φορές απλοί πολίτες συμφωνούν. Δεν μπορεί να νοηθεί ότι οι πρώτοι είναι εχθροί της εκκλησίας και οι δεύτεροι φίλοι. Από τη στιγμή που ο κ. Χριστόδουλος αποφάσισε να διατυπώνει δημοσίως την άποψή του επί παντός (και καλώς πράττει) θα αντιμετωπίζει και την κριτική επί παντός. Όποιος λοιπόν κάνει κριτική στις απόψεις του κ. Χριστόδουλου, δεν κάνει κριτική στην εκκλησία, πολύ δε περισσότερο επ’ ουδενί πολεμά την εκκλησία. Καταθέτει κι αυτός ως έχων δικαίωμα τις απόψεις του. Αν έχει άποψη.
Γι’ αυτό λοιπόν προκάλεσε άσχημη εντύπωση η κ. Γεννηματά όταν εύσχημα απέφυγε να σχολιάσει τα λεγόμενα του κ. Χριστόδουλου λέγοντας ότι «δεν σχολιάζει τους θεσμούς». Κι ο πρωθυπουργός εκπρόσωπος θεσμού είναι. Δεν θα σχολιάζει εσαεί τις απόψεις του πρωθυπουργού λοιπόν;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 17.10.2002