Κανείς δεν γνωρίζει αν το κεφαλαιοποιητικό σύστημα είναι καλό για τη χώρα. Έτσι κι αλλιώς, δεν συζητήθηκε ποτέ. Απλώς υβρίζεται.
Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα ασφάλισης εξηγούσε με αρκετή επάρκεια από τα μικρόφωνα της ΕΡΑ ο υπουργός Εργασίας Πάνος Παναγιωτόπουλος, λέγοντας ότι «πέραν του Ατλαντικού» κυκλοφορούν και τέτοιες επικίνδυνες ιδέες και γι’ αυτό πρέπει να προσέχουμε. Η συνολική αίσθηση της κουβέντας ήταν: Μη μας κολλάτε και πολύ για το ασφαλιστικό, διότι καραδοκούν οι θιασώτες της «Σχολής του Σικάγο», οι οποίοι «δυστυχώς υπάρχουν και στην Ελλάδα», όπως συμπλήρωσε ένας δημοσιογράφος.
Κατά τον κ. Παναγιωτόπουλο, λοιπόν, αυτοί οι βδελυροί νεοφιλελεύθεροι προτείνουν το εξής τρομαχτικό: Να δίδεται σε όλο τον πληθυσμό μια κατώτατη σύνταξη και όσοι θέλουν από κει και πέρα να αποταμιεύουν στον ασφαλιστικό οργανισμό της αρεσκείας τους για την επικουρική τους σύνταξη.
Από τη συζήτηση, βέβαια, δεν κατανόησα ποιο είναι το κακό της πρότασης, πέρα από το γεγονός ότι κατατέθηκε από νεοφιλελεύθερους στοχαστές. Ως γνωστόν, στην Ελλάδα οτιδήποτε λένε οι νεοφιλελεύθεροι είναι εξ ορισμού βάρβαρο. Δεν κατάλαβα, επίσης, πώς γίνεται σε μια χώρα όπου υπάρχουν χιλιάδες ανασφάλιστοι να βρίζουμε το κεφαλαιοποιητικό σύστημα που στο κάτω-κάτω της γραφής δίνει σε όλους κάποια σύνταξη. Δεν κατανόησα, επίσης, πώς γίνεται στην Ελλάδα όπου αποστρεφόμαστε το κεφαλαιοποιητικό σύστημα η πλειονότητα των συνταξιούχων παίρνει ελάχιστες συντάξεις. Δηλαδή ακόμη κι αν εφαρμοζόταν αύριο ο βδελυρός νεοφιλελευθερισμός, χαμηλότερες συντάξεις απ’ αυτές που δίνει σήμερα ο κ. Παναγιωτόπουλος δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν. Είναι ακατανόητο επίσης το γεγονός ότι όλοι παραδέχονται πως το σημερινό «μη-κεφαλαιοποιητικό σύστημα» έφτασε σε αδιέξοδο και όλοι να βρίζουν μια δέσμη ιδεών που στο κάτω-κάτω της γραφής δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Κανείς δεν γνωρίζει αν το κεφαλαιοποιητικό σύστημα είναι καλό για τη χώρα. Έτσι κι αλλιώς, δεν συζητήθηκε ποτέ. Απλώς υβρίζεται. Η όλη σκιαμαχία με τον εν Ελλάδι ανύπαρκτο στην πράξη νεοφιλελευθερισμό βολεύει πολλούς. Καταρχήν, υπάρχουν εκείνοι που φέρουν δημόσιο λόγο κι έχουν να καταγγείλουν κάτι ανέξοδα. Κατά δεύτερον, υπάρχουν άλλοι που βολεύτηκαν στο σημερινό τέλμα και καταγγέλλουν κάθε επιχείρηση ξεβολέματός των με την αποστροφή «φτου κακά , νεοφιλελευθερισμός». Τρίτον, βολεύει τους πολιτικούς που κρύβουν κάθε ανεπάρκειά τους πίσω από ένα φανταστικό μπαμπούλα. Η περιπέτεια της «Ολυμπιακής» είναι χαρακτηριστική. Κάθε ιδέα ιδιωτικοποίησής της, την εποχή που μπορούσε να ιδιωτικοποιηθεί, καταγγέλθηκε από τα ΜΜΕ ως «ξεπούλημα», από τους βολεμένους συνδικαλιστές ως «ανάλγητος φιλελευθερισμός» κι από τους φωστήρες του ΠΑΣΟΚ ως «δεξιά πολιτική».
Δυστυχώς την ίδια τακτική ακολουθούμε και στο ασφαλιστικό. Έτσι, στο «και πέντε» της κρίσης (σε είκοσι χρόνια το μη κεφαλαιοποιητικό σύστημά μας μπορεί να μην έχει να δώσει συντάξεις) λογοκρίνουμε διά της απαξίωσης ένα σύστημα ιδεών που θα μπορούσε να μπολιάσει τη σημερινή προβληματική για το πώς θα βγούμε από το τέλμα.
Ναι, πράγματι! Κυκλοφορούν και στη χώρα μας επικίνδυνες ιδέες για το ασφαλιστικό. Αλλά όπως θα έλεγε και ο Όσκαρ Ουάιλντ, «ιδέα που δεν είναι επικίνδυνη δεν πρέπει να αποκαλείται ιδέα». Και από «μη-ιδέες» συνοδευόμενες από παχιά ρητορική, μας χόρτασε το ΠΑΣΟΚ και η Αριστερά σ’ αυτόν τον τόπο…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 7.10.2005