Σύμφωνα με την άποψη του ΚΚΕ τα εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών πρέπει να είναι δωρεάν κάποιες ώρες την ημέρα. Επίσης πρέπει να καταργηθούν τα διόδια στις εθνικές οδούς. Για τα τηλεφωνήματα, το ηλεκτρικό ρεύμα και τις αεροπορικές συγκοινωνίες το κόμμα του λαού δεν έχει πάρει ακόμη θέση. Προφανώς αυτά αποτελούν στόχους κάποιας ανώτερης μορφής πάλης, και οι συνθήκες δεν είναι ακόμη ώριμες για την εκδήλωσή της. Ας κάνουμε λίγο υπομονή…
Η δωρεάν διανομή κάποιου προϊόντος βέβαια δεν σημαίνει ότι εξαλείφεται και το κόστος παραγωγής του. Κάποιοι πληρώνουν για να παραχθούν οι υπηρεσίες που απλόχερα θέλει να μοιράσει το ΚΚΕ. Το αστείο είναι πως όσο πιο κοινωνικά διανέμονται τα διάφορα αγαθά, τόσο αυξάνει το κόστος παραγωγής τους. Είναι φυσικό: όταν κάτι είναι τσάμπα, όλοι το θέλουν. Aσχετα αν το χρειάζονται ή όχι. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία πίθων των Δαναΐδων για το δημόσιο χρήμα. Όσα περισσότερα ρίχνουμε, τόσα περισσότερα χρειάζονται και τόσα περισσότερα υπάρχουν για να απλώνουν τα ξερά τους κάποιοι επιτήδειοι.
Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι οι δια των ΔΕΚΟ αναδιανεμητικές λογικές του ΚΚΕ. Καλά κάνουν και υπάρχουν για να γίνεται διάλογος. Το πρόβλημα είναι ότι όλοι ασπάζονται αυτές τις λογικές: Κατ’ αρχήν οι πολίτες, διότι σ’ αυτή τη χώρα είναι άγνωστη η έννοια του κόστους (όλοι νομίζουν ότι το κράτος είναι ένα τυπογραφείο που απλώς παράγει ευρώ για να καταναλώνουμε).
Οι πολιτικοί από την άλλη θέλουν να δείχνουν ευαίσθητοι και πλειοδοτούν σ’ αυτές τις λογικές όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση. Όταν όμως αναλαμβάνουν την κυβέρνηση δεν κινούνται μόνο από την οιονεί ευαισθησία. Έχουν ακόμη πιο ταπεινά κίνητρα. Κατ’ αρχήν όσα περισσότερα πράγματα δίνουν τσάμπα -ή σχεδόν δωρεάν- εξόδοις άλλων, τόσες περισσότερες πιθανότητες έχουν να ανταμειφθούν από τους ψηφοφόρους. Δεύτερον: όσο περισσότερα πράγματα δίνουν με κοινωνικά κριτήρια, τόσο μεγαλύτερα κονδύλια θα διαχειριστούν. Ακόμη κι αν θεωρήσουμε πως κυβερνώμεθα από αγίους, η αύξηση των δωρεάν υπηρεσιών απαιτεί αύξηση των υπαλλήλων φυσικά των προσλήψεων. Η χαρά, δηλαδή, κάθε πολιτικού…
Υπάρχει κι ένα σοβαρό ηθικό θέμα με τις αποκαλούμενες Δημόσιες Επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας. Με την επιδότησή τους από τον κρατικό προϋπολογισμό κανείς δεν ξέρει τι πληρώνει, που πληρώνει και γιατί το πληρώνει. Έτσι οι κάτοικοι του Σουφλίου πληρώνουν για τις αστικές συγκοινωνίες της Αθήνας (άσχετα αν δεν θα τις χρησιμοποιήσουν ποτέ), οι κάτοικοι της Αθήνας πληρώνουν για την ηλεκτροδότηση των χωριών στα Γρεβενά (άσχετα αν δεν πάνε ποτέ) και όλοι μαζί πληρώνουν την Ολυμπιακή άσχετα αν ελάχιστο ποσοστό των Ελλήνων την χρησιμοποιεί.
Μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα του πάρε-δώσε είναι φυσικό κι επόμενο να σιτίζονται διάφοροι. Νομίμως και παρανόμως. Στην πρώτη περίπτωση φτιάχνουν με το αζημίωτο διάφορες επιτροπές και όργανα κεντρικού σχεδιασμού της «κοινωνικής ευαισθησίας». Στην δεύτερη περίπτωση κατά την μεταφορά των κονδυλίων από τον νότο προς βορρά, και από την ανατολή προς δύση, όλο και κάτι μένει. Είτε ως λάδωμα εκείνων που μαζεύουν το δημόσιο χρήμα, είτε ως μπαχτσίσι εκείνων που το διανέμουν.
Η λογική της επιδότησης των πάντων από τον δημόσιο κορβανά εξυπηρετεί κατ’ αρχήν τα τρωκτικά του Δημοσίου. Όσα περισσότερα χρήματα διανέμονται κατ’ αυτόν τον τρόπο, τόσες περισσότερες ευκαιρίες διαφθοράς υπάρχουν και τόσο λιγότερες γίνονται οι πιθανότητες ελέγχου. Μία είναι η λύση: να αφεθούν οι ΔΕΚΟ να λειτουργήσουν ως επιχειρήσεις μέσα σε ανταγωνιστική αγορά. Το κράτος μπορεί να κάνει κοινωνική πολιτική δια των απευθείας επιδοτήσεων σε εκείνους που έχουν ανάγκη, όχι δια των εισιτηρίων στα τρόλεϊ, ούτε δια της συντήρησης της Ολυμπιακής με κάθε κόστος. Αυτά τα έκανε η ΕΣΣΔ και είδαμε όλοι που κατέληξε…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 10.10.2004