Με βάση κάποιες υπαρκτές δεοντολογικές ασχήμιες κινδυνεύουμε να υποστούμε και πάλι συνολικές απαγορεύσεις που θα πλήξουν την ελευθερολογία.
Εδώ ο κόσμος χάνεται, ο Τύπος θα την πληρώσει πάλι; Με βάση κάποιες υπαρκτές δεοντολογικές ασχήμιες κινδυνεύουμε να υποστούμε και πάλι συνολικές απαγορεύσεις που θα πλήξουν την ελευθερολογία. Αυτό αποπνέει όλη η συζήτηση που γίνεται με αφορμή την μετάδοση «ροζ κασετών» με συνομιλίες μητροπολιτών και στην οποία όλοι εμπλέκονται όλοι και τα πάντα μπερδεύονται.
Στη συζήτηση έχουν μπει η Εκκλησία, διαπρεπείς νομικοί, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Δεν μετέχουν οι Ενώσεις Συντακτών κι αυτό είναι λάθος διότι διαμορφώνεται μια κατάσταση η οποία μπορεί να πλήξει την ελευθερολογία, και το πιθανότερο είναι σε μερικά χρόνια να τρέχουμε και πάλι, όπως τρέχουμε τώρα για την νομοθεσία περί αγωγών (θέμα για το οποίο και πάλι τότε οι Ενώσεις μας δεν έδωσαν την πρέπουσα σημασία).
Ας βάλουμε λοιπόν τα πράγματα στη σειρά. Κατά αρχήν σε ότι αφορά την εκκλησία: κάποιοι ιεράρχες δεν δικαιούνται δια να ομιλούν, διότι είναι η πρώτη φορά που ομιλούν. Μετάδοση κασετών έχει γίνει πολλάκις στο παρελθόν και ουδείς από εκείνους τους ελάχιστους που σήμερα σχίζουν τα ράσα τους διαμαρτυρήθηκε ποτέ.
Δεύτερον: η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, θυμίζει την Βασίλω της γνωστής παροιμίας, η οποία «όπου γάμος και χαρά ήταν πάντα πρώτη». Δεν έχει και δεν μπορεί να έχει εμπλοκή με το ζήτημα διότι αλλιώς έπρεπε να ασχολείται με άπασα την παραγόμενη δημοσιογραφική ύλη. Έπρεπε να ελέγχει αν και κατά πόσον η μετάδοση της διεύθυνσης του σπιτιού ή του γραφείου του κ. Παπούλια, εμπίπτει σε παραβίαση της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα, αν και κατά πόσο η ιστορική σειρά του κ. Τίτου Αθανασιάδη (χθες ασχολήθηκε με τον γάμο του κ. Ευρυπίδη Στυλιανίδη και την παρουσία του κ. Καραμανλή εκεί), ή ο θάνατος κάποιου ατόμου από ιατρικό λάθος εμπίπτουν στην ίδια νομοθεσία. Όμως, επειδή η πληροφορική άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία και στην Ελλάδα και οι βάσεις δεδομένων να πληθαίνουν καλά είναι η εν λόγω Αρχή να ασχοληθεί με τα όσα ο νόμος της επιβάλλει. Και είναι πια πολλά στην Ελλάδα…
Το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο ορθώς παρεμβαίνει σε ότι αφορά τα ραδιοτηλεοπτικά. Μπορεί και πρέπει να απαγορεύσει την μετάδοση κασετών με γενετήσιους χαρακτηρισμούς. Το προβλέπει και ο νόμος και το Σύνταγμα: «Ο άμεσος έλεγχος του Κράτους [στη ραδιοφωνία και την τηλεόραση]… έχει ως σκοπό …την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας» (άρθρο 15 του Συντάγματος). Δεν μπορεί να κρίνει όμως τι είναι δημοσιογραφία και τι παραδημοσιογραφία, όπως αναφέρει η ανακοίνωσή της. Αυτά κρίνονται από το σώμα των δημοσιογράφων.
Αυτό που επίσης δεν μπορεί να κρίνει το ΕΣΡ είναι το κατά πόσο νομιμοποιείται η «κρυφή κάμερα» στη δημοσιογραφική δουλειά. Αυτό το κρίνουν τα δικαστήρια με γνώμονα όχι το ασαφές «δημόσιο συμφέρον», αλλά την παραβίαση του ιδιωτικού χώρου των ανθρώπων. Το έχουμε ξαναγράψει: Μια πράξη που μαγνητοσκοπείται σε δημόσιο χώρο (π.χ. ένα μαγαζί, μια πλατεία) είτε από κρυφή, είτε από φανερή κάμερα δεν παραβιάζει την ιδιωτική ζωή του εν λόγω λειτουργού. Όσα συμβαίνουν σε δημόσιους χώρους είναι δημόσια πράγματα άσχετα από την μέθοδο καταγραφής των.
Οι υποκλοπές χωρίς προηγούμενη δικαστική άδεια απαγορεύονται δια ροπάλου. Είτε αφορούν υπόθεση δημοσίου συμφέροντος είτε όχι. Δεν μπορεί ένας δημοσιογράφος να παγιδεύσει το τηλέφωνο ενός υπουργού, επειδή πιστεύει (έστω βάσιμα) ότι αυτός χρηματίζεται. Αν όμως του σταλούν κασέτες που αποκαλύπτουν τον χρηματισμό υπουργού πρέπει να τις δημοσιοποιήσει. Εδώ υπάρχει θέμα δημόσιου συμφέροντος και δεν πρέπει να υπάρχουν δεοντολογικές αναστολές. Δεοντολογικές αναστολές πρέπει να υπάρχουν στην ιδιωτική ζωή ατόμων που δεν επηρεάζουν τον δημόσιο βίο. Είτε διότι αυτά τα άτομα δεν είναι επώνυμοι ή πολιτικοί, είτε διότι είναι μεν επώνυμοι και πολιτικοί, αλλά οι ίδιοι δεν έχουν κάνει τον προσωπικό τους βίο βούκινο στα ΜΜΕ. Π.χ. ένας πολιτικός που τυπώνει στο προεκλογικό του φυλλάδιο φωτογραφία της ευτυχισμένης οικογένειάς του, δεν μπορεί να απαγορεύσει στους δημοσιογράφους να τυπώσουν την τρυφερή περίπτυξή του με την ερωμένη του. Ο ίδιος προκαλεί το δημόσιο ενδιαφέρον στον ιδιωτικό του βίο.
Το ζήτημα των κασετών είναι πολυεπίπεδο και εξαιρετικά λεπτό. Μια εν θερμώ απόφαση μπορεί αν αφήσει πίσω της, είτε ακόμη ένα νεκρό γράμμα της νομοθεσίας, είτε (χειρότερα) μια νομοθεσία που εκ των πραγμάτων θα χρησιμοποιείται επιλεκτικά.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 10.2.2005