Παραφράζοντας τον Γάλλο πολιτικό Antoine Boulay de la Meurthe, θα λέγαμε ότι οι συνεντεύξεις για πρόσληψη στο Δημόσιο είναι χειρότερες από έγκλημα. Είναι πολιτικό λάθος.
Δεν υπάρχει Ελληνας που να μη θεωρεί εαυτόν τον καλύτερο οδηγό, εραστή, επιχειρηματία και φυσικά τον περισσότερα υποσχόμενο υπάλληλο της υφηλίου. Οποτεδήποτε κάτι πάει στραβά, πάντα κάποιος άλλος φταίει. Είτε «ο μπήξε δείξε που δεν άναψε φλας» είτε «εκείνη που ήταν κρύα» είτε «το κράτος που δεν συμπαρίσταται στις υγιείς επιχειρηματικές προσπάθειες, αλλά επιδοτεί τα λαμόγια» είτε «το σύστημα ΠΑΣΟΚ» είτε «η επάρατος Δεξιά» είτε -σε τελευταία ανάλυση- «η παγκοσμιοποίηση, η οποία, ως γνωστόν, υπηρετεί τους Αμερικανούς και τις πολυεθνικές».
Το σημερινό σύστημα για τις προσλήψεις στο Δημόσιο πάσχει. Τα κριτήρια επιλογής μπορεί να είναι αντικειμενικά, αλλά απέχουν πολύ από το να είναι αποτελεσματικά. Ο βαθμός πτυχίου, για παράδειγμα, μπορεί να μας λέει πόσο καλός φοιτητής υπήρξε κάποιος, αλλά δεν μας λέει τίποτε για το πόσο καλός υπάλληλος ή μάνατζερ μπορεί να γίνει.
Με δεδομένες, δε, τις ασθένειες του εκπαιδευτικού μας συστήματος, συνήθως οι μέτριοι οι ή κακοί φοιτητές αποδεικνύουν μετά στη ζωή επικοινωνιακές ή διοικητικές ικανότητες, προσόντα που χρειάζονται για την άσκηση ενός δημόσιου λειτουργήματος. (Σημείωση: Με το σημερινό σύστημα πρόσληψης στο Δημόσιο υπάρχει κι ένας κίνδυνος: Οπως η Μέση Εκπαίδευση έγινε κατ’ ουσία φροντιστήριο για εισαγωγή στα Ανώτατα κι Ανώτερα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, έτσι να μεταμορφωθεί και η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση σε πεδίο βαθμοθηρίας με στόχο το ΑΣΕΠ.)
Στην πραγματικότητα με το σημερινό σύστημα στοχεύσαμε στην αντικειμενικότητα του συστήματος προσλήψεων, χάνοντας όμως ταυτόχρονα αποτελεσματικότητα. Αυτή η απώλεια είναι πολλές φορές δυσβάστακτη για την καλή λειτουργία του δημόσιου τομέα, κάτι που δημιούργησε ανάγκες για απανωτές τροποποιήσεις του δρακόντειου (στην αρχή) νόμου Πεπονή ή σοβαρές καθυστερήσεις στις προσλήψεις σε ζωτικούς τομείς, όπως είναι η υγεία.
Σε μια κοινωνία, λοιπόν, που κυριαρχείται από τον ορθό λόγο, η συνέντευξη έπρεπε να είναι το κυρίαρχο στοιχείο για την πρόσληψη στο Δημόσιο. Όπως ακριβώς γίνεται στον ιδιωτικό τομέα, οι στοχευόμενες ερωτήσεις από ειδικούς θα αποκαλύψουν δεξιότητες, ικανότητες διοίκησης κάθε επίδοξου υπαλλήλου και κατά πόσο αυτές ταιριάζουν στην προκηρυχθείσα θέση. Φυσικά, μια ορθολογικά διαρθρωμένη κοινωνία δεν θα είχε τόσο εκτεταμένο κράτος, ούτε τόσους πολλούς δημόσιους υπαλλήλους, και κάθε γονιός δεν θα είχε όνειρο «να τρυπώσει κάπου το παιδί».
Το πρόβλημα είναι ότι δεν ζούμε σε μια τέτοια κοινωνία. Εκτός του γεγονότος ότι η συντριπτική πλειονότητα των νέων θέλουν να μπουν στο Δημόσιο, οι πολίτες επιδίδονται διαρκώς στη μετάθεση ευθυνών. Και για να το κάνουμε πιο λιανά, δεν υπάρχει αποτυχών, ή αποτυχούσα, ή έστω ο γονιός που θα παραδεχθεί ότι η πρόσληψη δεν έγινε επειδή οι δεξιότητες του υποψηφίου δεν ταίριαζαν με τη θέση προς κάλυψη. Η συντριπτική πλειονότητα θα αποφανθεί ότι «υπήρξαν μαγειρέματα στη συνέντευξη», έτσι ώστε να επιλεγεί ο εκλεκτός του γκουβέρνου. Με δεδομένη, δε, την αναλογία υποψηφίων-προσληφθέντων, για κάθε έναν που προσλαμβάνεται θα υπάρχουν δέκα δυσαρεστημένοι. Οι τελευταίοι θα ανήκουν σε όλους τους πολιτικούς χώρους. Οι νεοδημοκράτες, δε, θα συνεχίσουν να βρίζουν τους υπουργούς, διότι «προσλαμβάνουν ΠΑΣΟΚους», ή στη χειρότερη περίπτωση θα πιστεύουν ο δείνα νεοδημοκράτης «είχε καλύτερο μέσο» απ’ αυτούς και προτιμήθηκε. Αν σκεφθεί κανείς ότι ακόμη και με το σημερινό σύστημα -το οποίο έχει πολύ πιο στεγνά κριτήρια- υποβόσκει σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού η αντίληψη ότι «κάτι μαγειρεύεται για να προσληφθούν οι μεν αντί των δε», τότε με ένα πιο αποτελεσματικό, αλλά λιγότερο αντικειμενικό τρόπο επιλογής των υποψηφίων αυτή η αντίληψη θα γίνει εδραιωμένη πεποίθηση.
Ακόμη κι αν ξεχάσουμε τις πιέσεις που θα δεχθεί όλο το πολιτικό σύστημα από ψηφοφόρους για να επηρεαστούν τα αποτελέσματα της συνέντευξης, το θέμα είναι ότι η Νέα Δημοκρατία βάζει ένα σαράκι στα θεμέλια της πλειοψηφίας της. Οι, ανά ένα προσληφθέντα, δέκα δυσαρεστημένοι (επιμένουμε: απ’ όλους τους πολιτικούς χώρους) δεν πρόκειται ποτέ να αναλάβουν οι ίδιοι την ευθύνη της αποτυχίας τους. Θα τη μεταθέτουν στο κυβερνών κόμμα, και μάλιστα με πιο πειστικά επιχειρήματα από το παρελθόν, επειδή ακριβώς οι συνεντεύξεις δεν είναι από τη φύση στεγνά αντικειμενικές. Έτσι, ακόμη κι αν το ΠΑΣΟΚ δεν χρησιμοποιούσε στην αντιπολιτευτική του κριτική στην τροποποίηση του συστήματος προσλήψεων, η βουβή δυσαρέσκεια θα φουντώσει.
Παραφράζοντας, λοιπόν, τον Γάλλο πολιτικό Antoine Boulay de la Meurthe, θα λέγαμε ότι οι συνεντεύξεις είναι χειρότερες από έγκλημα. Είναι πολιτικό λάθος.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 7.8.2005