Τσαλαβουτούν πολλοί σ’ αυτά τα θολά όρια ανάμεσα στο δημοκρατικό και στο επαναστατικό καθήκον.
Δεν είναι ίσως οφθαλμοφανές, αλλά η Αριστερά -ή έστω μια έκφρασή της- υπέστη αυτή την εβδομάδα μια συντριπτική ήττα. Πρωτίστως ιδεολογική. Τα παιδιά με τα λοστάρια και τις κόκκινες σημαιούλες στο άκρο, έδειξαν σε όλη την επικράτεια ότι ο ιδεολογικός βασιλιάς είναι γυμνός. Οχι μόνο δεν έχει πρόταση για το μέλλον της Ανώτατης Εκπαίδευσης, δεν έχει καν δικαιολογία για τα έκτροπα που γίνονται. Η βία, όπως θα έλεγε και ο συγγραφέας Ισαάκ Ασίμοφ είναι το τελευταίο καταφύγιο και των ιδεολογικά αποτυχημένων.
Βεβαίως, η Αριστερά δεν είναι ένα πράγμα. Οι εκφράσεις της είναι ίσως περισσότερες και από αυτούς καθαυτούς τους αριστερούς. Αυτό που ηττάται τώρα είναι μια συγκεκριμένη αντίληψη που θέλει τη δημοκρατία κάτι σαν αναγκαίο κακό: Χρειάζεται για να την προστατεύει από τη Δεξιά, όταν αυτή παρεκτρέπεται (όπως έγινε μετά τον εμφύλιο), αλλά ταυτοχρόνως θέλει και τον δημοκρατικό κανόνα παράγωγο της αστικής κοινωνίας και ως εκ τούτου περιφρονητέο. Αυτή η αντίληψη κυριάρχησε στις σταλινογενείς εκφράσεις της Αριστεράς και χρησιμοποιήθηκε για την ιδεολογική νομιμοποίηση κάθε τύπου παρανομίας. Από τους βανδαλισμούς στα πανεπιστήμια, μέχρι την τρομοκρατία.
Υπάρχει μια λεπτή (κόκκινη) γραμμή που συνδέει το τρομοκρατικό φαινόμενο με τα έκτροπα στα πανεπιστήμια. Δεν εννοούμε ότι η τρομοκρατία μπορεί να θεαθεί σε αναλογία με τους βανδαλισμούς. Αν και αρκετά μέλη της δεύτερης γενιάς της «17 Νοέμβρη» στρατολογήθηκαν κατά την διάρκεια των μεγάλων φοιτητικών κινητοποιήσεων στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η μόνη σύνδεση που μπορεί να γίνει είναι η ιδεολογική αιτιολόγηση της βίας. Το πρόβλημα με ένα μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς είναι ότι δεν ξεκαθάρισε τους ιδεολογικούς λογαριασμούς με την επανάσταση και το αστικό δημοκρατικό κράτος. Δεν διευκρίνισε ποτέ πού τελειώνει η Δημοκρατία και πού αρχίζει η επανάσταση. Το αποτέλεσμα είναι να τσαλαβουτούν πολλοί σ’ αυτά τα θολά όρια ανάμεσα στο δημοκρατικό και στο επαναστατικό καθήκον. Κάποιοι πήραν τα κουμπούρια και κάποιοι άλλοι τα στειλιάρια.
Η σύγχυση αυτή γίνεται πολύ πιο εμφανής στην αμηχανία που έχει ο χώρος όταν καλείται να ερμηνεύσει και πολύ περισσότερο να καταδικάσει αυτά τα φαινόμενα. Αυτό έγινε ιδιαίτερα εμφανές την περίοδο 2002-2003, όταν έγινε η μεγάλη συζήτηση για το φαινόμενο της τρομοκρατίας όταν επιχειρήθηκε να βαφτιστούν οι δολοφονίες «πολιτικό έγκλημα» και η ενημέρωση των αρχών για το πού κρύβεται ο κ. Δημήτρης Κουφοντίνας ως αντιδημοκρατική πράξη. Το παράδοξο είναι ότι όσο ηττάται αυτή η αντίληψη τόσο ενισχύει τα ανορθολογικά της στοιχεία, επιταχύνοντας την αυτοϋπονόμευσή της, αλλά υπονομεύοντας ταυτόχρονα κάθε μελλοντική διεκδίκηση. Τώρα έφτασε να θεωρεί αντιδημοκρατική πρακτική τη μαζική ψηφοφορία για την εκλογή πρυτανικών αρχών στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Προπαγανδίζει ότι η δημοκρατία είναι μη… δημοκρατική.
Ζούμε τους τελευταίους σπαραγμούς αυτού του ανορθολογισμού που ανδρώθηκε, στον πυρετό της μεταπολίτευσης. Ηταν φυσικό υποπροϊόν των ιδεολογικών αναζητήσεων μετά το σοκ της δικτατορίας. Καλόν είναι όμως που μας αφήνει χρόνους, διότι η χώρα έχει σοβαρά προβλήματα να λύσει και πραγματικά ζητήματα να διεκδικήσει.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 30.5.2008