Κι αυτός ο θάνατος των αστυνομικών ήταν άδικος. Μπορεί ο Ρώσος να τράβηξε τη σκανδάλη, αλλά η αδιαφορία για την τήρηση των κανονισμών έκανε το έγκλημα εφικτό.
Αν κάποιος ξένος δημοσιογράφος κατέγραφε το συμβάν της Κατάρας, που είχε ως αποτέλεσμα δύο νεκρούς αστυνομικούς, θα είχε έτοιμο τίτλο για την εφημερίδα του: «Μια ελληνική τραγωδία». Ο τίτλος ακούγεται ως στερεότυπο, αλλά επαναλαμβανόμενες είναι οι παραλείψεις που οδηγούν σε τέτοιου τύπου τραγωδίες.
Το κοινό χαρακτηριστικό κάθε τέτοιου συμβάντος είναι μια αλυσίδα λαθών (η οποία επισημαίνεται, φυσικά, εκ των υστέρων) και η πλήρης αδιαφορία για τους κανονισμούς ασφαλείας. Τι είχαμε λοιπόν, σε αυτή την περίπτωση; Ό,τι ακριβώς είχαμε και στην πτώση του «Σινούκ» ή στη βύθιση του «Σάμινα» παλιότερα, ό,τι είχαμε σε κάθε «ελληνική τραγωδία» του παρελθόντος.
Για να γίνει, λοιπόν, εφικτή η προχθεσινή τραγωδία χρειάστηκε καταρχήν ένα παλιό νομικό πλαίσιο που θέλει κρατουμένους να μεταφέρονται απ’ άκρου εις άκρον της χώρας για να γίνονται περιττές αναπαραστάσεις εγκλημάτων. Είναι ένα απομεινάρι του παρελθόντος, που εκτός των (με τραγικό τρόπο διαπιστωμένων) κινδύνων που εμπεριέχει, τρώει πολλές πολύτιμες ανθρωποώρες από την Αστυνομία.
Υπάρχουν κατά δεύτερον, πολλά τμήματα της ΕΛ.ΑΣ. ελλιπώς επανδρωμένα. Κι αυτό γιατί υπερχίλιοι αστυνομικοί κάνουν τις ορντινάντσες ανθρώπων που έχουν κάποια πολιτική ή κοινωνική ισχύ και θέλουν να νιώθουν «εξέχοντα πρόσωπα». Ήμασταν νιοι και γεράσαμε, από τότε που εξαγγέλθηκε για πρώτη φορά «ότι οι αστυνομικοί θα επανέλθουν στις οργανικές τους θέσεις», αλλά όλες αυτές οι εξαγγελίες? ροκανίζονται από την πραγματικότητα και τις μικρές πιέσεις που ασκούν οι διάφοροι παράγοντες, σε διάφορα επίπεδα. Έτσι, χίλιοι και πλέον αστυνομικοί ακόμη κουβαλούν τα ψώνια διάφορων κυριών ή λειτουργούν ως κινούμενο σκηνικό διάφορων «ψώνιων», που θέλουν να βγαίνουν στο Κολωνάκι και να δείχνουν VIP.
Τρίτον και κυριότερο: Υπάρχει ένας κανονισμός μεταφοράς κρατούμενων που προβλέπει, με εξαιρετική σχολαστικότητα, κάθε λεπτομέρεια για το τι πρέπει να γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Αυτός ο κανονισμός, τις περισσότερες φορές, είναι περιττός. Μόνον που δεν φτιάχτηκε γι’ αυτές τις περισσότερες περιπτώσεις, αλλά για τη μία, για συμβάντα σαν κι αυτό που διαδραματίστηκε στην Κατάρα.
Εκεί καταλήγει η ανατομία κάθε τραγωδίας. Στην αδιαφορία των ανθρώπων να εκτελέσουν τους κανονισμούς κατά γράμμα, στο «Έλα, βρε αδελφέ… τι έγινε που ο καπετάνιος του πλοίου δεν βρίσκεται στη γέφυρα», ή στο «Και τι έγινε που δεν ελέγξαμε αν προσγειώθηκε το “Σινούκ”», η στο «Σιγά μωρέ! Τι θα γίνει αν τους κρατούμενους συνοδεύουν τρεις ή πέντε φρουροί;», στο «Τόσες μεταγωγές κάναμε και δεν έγινε τίποτε!». Οι τρεις ή τέσσερις που θέλουν να τηρούν τους κανονισμούς απαξιώνονται ως «σπασίκλες» ή «κανονάκηδες» ή «κότες» (όσοι τηρούν τα όρια ταχύτητας στους δρόμους).
Κι αυτός ο θάνατος των αστυνομικών ήταν άδικος. Μπορεί ο Ρώσος να τράβηξε τη σκανδάλη, αλλά η αδιαφορία για την τήρηση των κανονισμών έκανε το έγκλημα εφικτό. Ένας Άγγλος θα τη χαρακτήριζε «Μια (πολύ) ελληνική τραγωδία», ένας Γερμανός θα αναφωνούσε «Αυτή είναι η Ελλάδα» κι ένας Έλληνας θα πρόσθετε: «Δυστυχώς…».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 2.1.2006