Μια πολιτική και κοινωνική ανάγνωση των όχι και τόσο απροσδόκητων αποτελεσμάτων
Είναι κοινή παραδοχή πλέον ότι ο πολιτικός και κοινωνικός χάρτης της χώρας λίγα κοινά πράγματα έχουν. Aλλα απεικονίζει ο πρώτος κι άλλα υπάρχουν στον δεύτερο.
Υπάρχουν κατ’ αρχήν δύο μεγάλα κόμματα χωρίς κατηγορηματική φυσιογνωμία που ενσωματώνουν αντικρουόμενες απόψεις, αλλά παραμένουν αρραγή εξαιτίας ενός ισχυρότατου δεσμού που λέγεται διαχείριση του κράτους. Αυτός ο δεσμός απαγορεύει στην ουσία κάθε ιδεολογική άποψη να εκφραστεί αυθεντικά στο εκλογικό σώμα.
Οι ακροδεξιές αντιλήψεις, για παράδειγμα, διαχέονται και στα δύο μεγάλα κόμματα. Συμπορεύονται σε πολλά με τις ακροαριστερές μικρότερων κομμάτων (αντιπαγκοσμιοποίηση, αντιδυτικισμός, αντιαμερικανισμός, αντιεπιχειρηματικότητα, κρατικισμός, εθνικισμός κ.λ.π.) και το μικρόβιο του λαϊκισμού διαποτίζει όλους τους σχηματισμούς απαγορεύοντας στις ηγεσίες τους ένα πιο ριζοσπαστικό λόγο και πιο τολμηρές αποφάσεις.
Το «πατριωτικό ΠΑΣΟΚ» για παράδειγμα είναι ταυτόσημο σε πολλά (κι όχι μόνο στη συνθηματολογία) με το κόμμα του κ. Καρατζαφέρη. Απλώς το δεύτερο είναι πιο τολμηρό στην έκφρασή του αφού απευθύνεται σε ένα κοινό που αφενός δεν κουβαλά το ιστορικό φορτίο της Αριστεράς και αφετέρου δεν έχει διαπαιδαγωγηθεί επαρκώς με την ιδεολογική του κληρονομιά του που είναι ο φιλελευθερισμός.
Με αυτά τα δεδομένα ο ακροδεξιός λόγος του κ. Καρατζαφέρη, απλώς μαξιμαλίζει στους στόχους σε σχέση και με την κίνηση του κ. Παπαθεμελή και με το -απαξιωμένο πλέον εκλογικά- γνήσιο «τριτοσεπτεμβρικό ΠΑΣΟΚ» που εξεφράσθη από τον κ. Χαραλαμπίδη. Ο λαϊκιστικός λόγος που θριαμβεύει εντός του ΠΑΣΟΚ και των παραφυάδων του, είναι σχεδόν ταυτόσημος με εκείνον του ΛΑΟΣ. Απλώς ο πρώτος καταδικάζει το φάντασμα της ακροδεξιάς (που είναι η νοσταλγία εξωθεσμικών λύσεων, -δικτατορία, βασιλεία) άλλά όχι καθαυτή την ακροδεξιά. Ας μην ξεχνάμε πως ο πρώτος που έτρεξε να υπερασπίσει αυτό που εκφράζει ο κ. Καρατζαφέρης ήταν ο όμιλος του κ. Παπαθεμελή από την Θεσσαλονίκη.
Οι λαϊκιστικές ακροδεξιές απόψεις (εθνικισμός, συνομωσιολογία, ξενοφοβία κ.λ.π.) έχουν ισχυρά ερείσματα στο κοινωνικό σύνολο άσχετα από την κομματική προβιά που φορούν. Δεν εκφράζονται εκλογικά, διότι υπάρχει πάντα το δέλεαρ της διαχείρισης του κράτους, που βάζει κάτω από το χαλί οποιεσδήποτε ιδεολογικές αντιρρήσεις υπάρχουν. Διαδίδονται κι ενισχύονται εξαιτίας του ελλείμματος παιδείας που υπάρχει στα μεσαία στελέχη της κοινωνίας, τα οποία προτιμούν την εύκολη κι απλοϊκή ανάγνωση των κοινωνικών φαινομένων από τη βάσανο της ενδελεχούς μελέτης.
Ο λαϊκισμός των media που παρέσυρε πλείστες όσες φορές τη χώρα σε ανορθολογικές ατραπούς, είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Υπάρχουν τα κομματικά στελέχη, μια βουλή των 300 που έφτασε να ψηφίσει ένα νόμο που απαγορεύει συνολικά τη χρήση των υπολογιστών. Υπάρχει κι ένα ολόκληρο σύστημα κρατικοδίαιτων πολιτικών παραγόντων, καλλιτεχνών, διανοούμενων και καθηγητάδων που βολεύονται σε ένα σύστημα επιδοτούμενου λαϊκισμού και καιροσκοπισμού. Παράγουν (είτε από Αριστερά, είτε από Δεξιά) , στερεότυπες και «φιλολαϊκές» θέσεις κι απόψεις με βιομηχανικό τρόπο επειδή δεν προκάνουν για τίποτε περισσότερο. Βασική τους δουλειά είναι να κυνηγούν θέσεις σε επιτροπές, επιτροπούλες, επιχορηγήσεις κι άλλες κρατικές επιδοτήσεις.
Όταν όμως η φοροδίαιτη (στη συντριπτική της πλειοψηφία) διανόηση παράγει ανεπεξέργαστο λόγο, μπορούμε να φανταστούμε πως αυτός μεταμορφώνεται στα λαϊκότερα στρώματα. Όταν έχεις στο δημόσιο διάλογο την ανεπεξέργαστη αριστερίστικη ρητορεία που έχει ως επίκεντρο τη συνομωσία (για όλα, μα όλα φταίνε γενικώς οι Αμερικανοί) ο μέσος ψηφοφόρος απέχει μόνο ένα βήμα από την ανεπεξέργαστη ακροδεξιά ρητορεία (για όλα, μα για όλα φταίνε γενικώς οι Εβραίοι). Η συνωμοσιολογική σκέψη από Αριστερά (οι Αμερικανοί χρειαζόταν του Δίδυμους για να τα σχέδια της παντοκρατορίας τους), μετατρέπεται εν μία νυκτί σε συμομωσιολογία από τα Δεξιά (οι Εβραίοι χρειαζόταν τους Δίδυμους για να προωθήσουν τα σχέδια της δικής τους παντοκρατορίας). Η φοροδίαιτη διανόηση και πολιτικό προσωπικό της χώρας προωθεί την απλοϊκή σκέψη που είναι το υπόστρωμα κάθε φασισμού, είτε Αριστερού, είτε Δεξιού.
Αυτός ο φασισμός δεν εξεδηλώθη ακόμη ως αυθύπαρκτη κομματική οντότητα διότι υπάρχει το όνειρο του εν κράτει βολέματος. Έτσι έχει εν μέρει δίκιο το ΚΚΕ και η Αριστερά που φωνασκεί ότι «οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές παράγουν ακραία πολιτικά φαινόμενα». Αυτή όμως είναι η μισή ανάγνωση. Τα ακραία φαινόμενα ήδη έχουν παραχθεί (με μεγάλες ευθύνες και της Αριστεράς). Υπάρχουν διάσπαρτα σε όλο το πολιτικό τόξο αλλά θα βγουν στην επιφάνεια με τη σμίκρυνση του κράτους, κι όχι εξαιτίας του.
Δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα αν πίσω απ’ όλο αυτό το κρατικοδίαιτο σύστημα (πολιτικών, διανοούμενων, στελεχών κομμάτων κ.λ.π.) υπήρχε μια παραγωγική οικονομία που θα επιδοτούσε από το πλεόνασμά της ένα μετριοπαθή δικομματισμό, αντίστοιχο (για παράδειγμα) της Βρετανίας. Μόνο που αυτή η δυναμική οικονομία δεν υπάρχει. Στραγγαλίστηκε απ’ όλο αυτό το σύστημα του επιδοτούμενου εφησυχασμού και ανέξοδης ρητορείας.
Το σύστημα οδηγείται σε αδιέξοδο, με ελάχιστες και κατασυκοφαντημένες αντιστάσεις.
Τρώει από τις σάρκες του για να επιδοτεί τα καρκινώματά του -π.χ. αντί να επιδοτεί το κοινωνικό κράτος, επιδοτεί τη γραφειοκρατία του.
Είναι σχεδόν σίγουρο ότι τις επόμενες εκλογές θα τις χάσει το ΠΑΣΟΚ. Το ζήτημα είναι με τι όρους θα τις κερδίσει η Νέα Δημοκρατία- όροι που θα κρίνουν την μακροημέρευσή της στην εξουσία. Αν πλειοδοτήσει η εικόνα ενός κόμματος που απλώς θα φορέσει τα ρούχα του συστήματος αλλιώς, θα δυσκολέψει την εκλογική νίκη. Αν πλειοδοτήσει και ως κυβερνητική πρακτική (και συνεχιστεί η σπειροειδής πτώση του συστήματος) τότε δύσκολα θα επανακερδηθούν εκλογές.
Οι ψηφοφόροι θα αρχίσουν αν φλερτάρουν με τα λαϊκιστικά άκρα. Πρώτο κρας-τεστ θα έρθει με τους αγρότες. Είναι βέβαιο ότι επόμενες εθνικές εκλογές θα ψηφίσουν μαζικά τη ΝΔ ελπίζοντας σε «λύση των προβλημάτων του αγροτικού τομέα» κι εννοώντας την συνέχιση των επιδοτήσεων αντιπαραγωγικών καλλιεργειών. Επειδή όμως αυτές δεν θα έχουν ούτε τα ταμεία της Ε.Ε., ούτε το ελληνικό πλεόνασμα του προϋπολογισμού, δεν πρόκειται να υπάρξουν.
Πόσο καιρό, άραγε, θα χρειαστούν οι αγρότες για να στρέψουν τις ελπίδες τους στα άκρα;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 21.10.2002