Το ντιμπέιτ θα μπορούσε να ήταν καλύτερο. Πάντα υπάρχει ο εχθρός του καλού. Αλλά είναι κακό να απαξιώνουμε την συζήτηση -τον λόγο- με όρους τηλεοπτικής εικόνας.
Εντάξει! Το αποκαλούμενο ντιμπέιτ δεν είχε τις δραματικές κορυφώσεις που απαιτεί το Μέσο «τηλεόραση». Δεν είχε καυγά, ούτε καν ένα ευγενικό «αφήστε με να ολοκληρώσω παρακαλώ». Αν εξαιρέσουμε τα επιτελεία των κομμάτων και τον σκληρό πυρήνα των χουλιγκάνων οπαδών για τον πολύ κόσμο δεν υπήρχε σασπένς. Κάποιοι κέρδισαν στα σημεία και κάποιοι άλλοι έχασαν, αλλά κανείς δεν ταπεινώθηκε ούτε εξυψώθηκε κάποιος άλλος. Ήταν αναμενόμενο: το ασφυκτικό πλαίσιο συζήτησης δεν επέτρεψε ανατροπές. Έτσι η προχθεσινή τηλεμαχία δεν είχε γωνίες, δεν είχε δραματικές κορυφώσεις από κείνες που επιχειρούνται στα δελτία ειδήσεων, τοκ-σόου και ενίοτε επιτυγχάνονται.
Γιατί όμως τέτοια απογοήτευση; Έχουμε εθιστεί τόσο πολύ στις κοκορομαχίες της ΤV και οτιδήποτε συντεταγμένο μας φαίνεται πλαδαρό;
Φυσικά, το ντιμπέιτ θα μπορούσε να ήταν καλύτερο. Πάντα υπάρχει ο εχθρός του καλού. Από την άλλη βέβαια θα μπορούσε να είναι και χειρότερο. Φανταστείτε πολιτικούς αρχηγούς σε κλίμα τηλε-παραθύρων! Δεν θα ήταν έκπτωση για την Δημοκρατία; Το κακό όμως της κριτικής που γίνεται για τη συγκεκριμένη διοργάνωση είναι ότι επιχειρείται η απαξίωση της συζήτησης -του λόγου- με όρους τηλεοπτικής εικόνας. Η εικόνα αποζητά ένταση, η πολιτική χρειάζεται το λόγο. Φυσικά και θα προτιμούσαμε πιο μεστές απαντήσεις. Οι μεστές όμως είναι και μακροσκελείς απαντήσεις, επειδή τα προβλήματα είναι σύνθετα. Οι μακροσκελείς απαντήσεις είναι αντιτηλεοπτικές. Aρα «σούπα» εις το τετράγωνο.
Οι αλήθεια λοιπόν είναι πως δεν υπήρχαν τηλεοπτικές εκπλήξεις. Οι απαντήσεις των αρχηγών ήταν προβλέψιμες. Και η σκηνική τους παρουσία ήταν προβλέψιμη. Όλοι μιλούσαν για την τηλεοπτική εμπειρία του κ. Καραμανλή και για την απειρία του κ. Παπανδρέου στα ντιμπέιτ. Δικαιώθηκαν. Όλοι επίσης γνώριζαν την ρητορική δεινότητα του πρώτου και τον σύνθετο μέχρι …αγγλικής λόγο του δεύτερου. Κι αυτοί δικαιώθηκαν. Αν θέλετε, περισσότερες εκπλήξεις είχαν οι «μικροί» σ’ αυτό το περιβάλλον παρά οι δύο μονομάχοι. Ο κ. Δημήτρης Τσοβόλας για παράδειγμα ήταν πολύ καλός (στα πλαίσια, φυσικά, της λαϊκιστικής Αριστεράς) και ο κ. Κωνσταντόπουλος (με τις εκτός διαδικασίας απόπειρες παρέμβασής του) απέδειξε για μια ακόμη φορά ότι είναι υπέρ των κανόνων αρκεί να ισχύουν μόνο για τους άλλους.
Συνολικά όμως αν κάνουμε μια δεύτερη ανάγνωση της τηλεμαχίας θα ανακαλύψουμε αρκετές θετικές παραμέτρους. Κατ’ αρχήν ένα μεγάλο «συν», όπως τελικά αποδείχθηκε, ήταν η παρουσία όλων των κομμάτων. Ανάγκασε τους αρχηγούς των κομμάτων της Αριστεράς να κάτσουν στην καρέκλα του μέλλοντος πρωθυπουργού. Έτσι η κ. Παπαρήγα, ο κ. Κωνσταντόπουλος και ο κ. Τσοβόλας (και φυσικά οι οπαδοί τους) είδαν έστω για δύο ώρες πόσο δύσκολη δουλειά είναι να είσαι μέλλων πρωθυπουργός.
Αυτό που αποτέλεσε θετική έκπληξη για τον γράφοντα ήταν οι ερωτήσεις. Κατ’ ασυνήθιστο για τηλεοπτικά πράγματα μπήκαν περισσότερο στην ουσία των πραγμάτων. Δεν στάθηκαν στο λαϊκιστικό «πόσα θα δώσετε στον ελληνικό λαό», αλλά προσέθεσαν και το «που θα τα βρείτε». Οι δημοσιογράφοι δηλαδή αποτύπωσαν μια ωριμότερη στάση του εκλογικού σώματος, οι προβληματισμοί του οποίου πάνε μακρύτερα από το παλιό «δώσε κι εμένα μπάρμπα».
Έχουμε καινούργια πράγματα σ’ αυτές τις εκλογές, όχι μόνο από τα κόμματα αλλά και από τους ψηφοφόρους. Ο διπλασιασμός (σχεδόν) της τηλεθέασης αυτής της τηλεμαχίας υπονοεί μια μεγαλύτερη απ’ όση υποψιαζόμαστε, πολιτικοποίηση της κοινωνίας. Οι αιτιάσεις των κατ’ επάγγελμα απαισιόδοξων αποδείχθηκαν ανεπαρκείς. Αυτή η ωριμότητα θα φανεί στην κάλπη παρά τα εκλογικά τερτίπια και τα παιγνίδια εντυπώσεων. Κυριακή κοντή γιορτή…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 28.2.2004