«Τις σκηνές φρίκης, όπου 19 μαύρες πλαστικές σακούλες σωρεύονταν στο πεζοδρόμιο, τις είδε στην τηλεόραση. Αλλά δεν φαντάστηκε πως αυτές οι σακούλες έκρυβαν τον αδελφό του»
Οι διεθνείς ειδήσεις πολλές φορές έχουν χαρακτήρα στατιστικής για τους αναγνώστες και τηλεθεατές: Τρεις νεκροί εδώ, πέντε παραπέρα και το πιθανότερο είναι να σηκώσουμε τους ώμους να αναρωτηθούμε «που στην ευχή» πάει ο κόσμος προσπερνώντας έτσι ελαφρά τη καρδία το αίμα.
Αυτό είναι το παράπονο του κ. Μπέντη Νατάν, Έλληνα, Εβραίου στο θρήσκευμα, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και τον τελευταίο καιρό διδάσκει Πολυτεχνείο της Χάιφα. «Ήθελα να σας διηγηθώ μία προσωπική ιστορία και σας παρακαλώ να τη μεταφέρετε στους αναγνώστες της εφημερίδας σας», γράφει ο κ. Νατάν.
Η μαρτυρία του κ. Νατάν είναι μια από κείνες τις βαθιά ανθρώπινες και τραγικές ιστορίες που σπάνια βλέπουν το φως της δημοσιότητας, αλλά αποτελούν ότι μένει από κάθε πόλεμο και κάθε τρομοκρατική πράξη: το αίμα και ο πόνος. Αξίζει να την προσέξουμε:
«O Ομρί Στάγιερ είναι 15 χρονών και είναι φίλος του γιου μου, του Ντανιέλ. O Ομρί Στάγιερ πήρε δώρο ένα ειδικό τιμόνι, για να οδηγεί εικονικά αγωνιστικά αυτοκίνητα στον υπολογιστή. Tο βράδυ της Παρασκευής, 4 Οκτωβρίου, ο Ομρί κοιμήθηκε στο σπίτι της Ντάλιας, της μητέρας του γιου μου, στη Χάιφα, για να παίξει παρέα με τον Ντανιέλ.
»Tο Σάββατο, γύρω στις 12, η μητέρα του τηλεφώνησε για να τον πάρει μαζί της στη θάλασσα. O Ομρί Στάγιερ ρώτησε τι φαΐ έχει στο σπίτι και η Ντάλια του είπε πως έφτιαξε σπαγγέτι μπολονέζ. O Ομρί αφού ζύγισε τις δύο προοπτικές, επέλεξε τα σπαγγέτι μπολονέζ. H μητέρα του πήγε στη θάλασσα με τον άλλο της γιο, τον Ασσάφ, 11 ετών.
»O πατέρας του Ομρί βρισκόταν εκείνη την ώρα στο αεροπλάνο, επιστρέφοντας από τη Βραζιλία, όπου, είχε πάει για δουλειές. Στις δύο και τέταρτο, όταν η Αναντί Τζαραντάτ αυτοεκρήγνυτο στο εστιατόριο «Μαξίμ» στην παραλία της Χάιφα, ο πατέρας του Ομρί Στάγιερ περίμενε στον έλεγχο διαβατηρίων. Στο «Μαξίμ», ο Ασσάφ και τα ξαδέλφια του, ο Τόμερ, ο Όρεν και η Αντί, κάθονταν στη μια άκρη του τραπεζιού, κοντά στην είσοδο, και πιο παραδίπλα η Ορλί, ο Μοσέ, η Pούτη, ο Ζέβικ και η Γκαλίτ, η μητέρα του Ομρί Στάγιερ.
»Όταν η Αναντί Tζαραντάτ πατούσε το κουμπί της πυροδότησης, ο Oμρί Στάγιερ είχε ήδη τελειώσει τα μπολονέζ και είχε επιστρέψει στον υπολογιστή μαζί με το γιο μου, τον Ντανιέλ. Tην έκρηξη που τον χώρισε από τον αδελφό του, τον Ασσάφ, τον ξάδελφό του τον Τόμερ, τον παππού Zέβικ, τη γιαγιά Pούτη και το θείο Μοσέ την άκουσε καθαρά, αλλά δεν ανησύχησε. H Nτάλια έμαθε για την καταστροφή από εμένα, που βρισκόμουν στην Ελλάδα.
»O Ομρί προσπάθησε να επικοινωνήσει με τη μητέρα του, αλλά το κινητό της δεν απαντούσε. H Ντάλια τού είπε πως σε τέτοιες περιπτώσεις πέφτουν οι γραμμές.
»Τις σκηνές της φρίκης, όπου 19 μαύρες πλαστικές σακούλες σωρεύονταν στο πεζοδρόμιο, τις είδε στην τηλεόραση. Αλλά δεν φαντάστηκε πως αυτές οι σακούλες έκρυβαν τον αδελφό του, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της ευρύτερης οικογένειάς του. Στο δρόμο για τη Χάιφα, ο πατέρας του ειδοποιήθηκε να πάει στο νοσοκομείο να δει τη βαριά τραυματισμένη γυναίκα του, και μιλώντας με τον Ομρί, ξανάρχισε να ελπίζει μήπως και ο Ασσάφ βρίσκεται σε άλλο νοσοκομείο. Tο βράδυ, πιστός στην τελετουργία αυτών των συμβάντων, στο ιατροδικαστικό κέντρο αναγκάστηκε να αναγνωρίσει ό,τι είχε απομείνει από το κορμάκι του γιου του, Ασσάφ, του ανιψιού του, Tόμερ, της Pούτης, του Zέβικ και του Μοσέ.
»Mε τον Oμρί μίλησε αργά, στο σπίτι της Nτάλιας. O Ομρί δεν θέλησε να πάει να μείνει στο σπίτι των άλλων παππούδων του. Προτίμησε να παραμείνει στον ονειρεμένο κόσμο που του παρείχε το σπίτι του φίλου του. Εκεί όλα ήταν όπως πρώτα, όπως όταν η οικογένειά του ήταν ολόκληρη.
»Tην Κυριακή, ο Ομρί Στάγιερ ξύπνησε από τα ξημερώματα και λίγο αργότερα έφυγε από το σπίτι της Ντάλιας.
»Αυτή ήταν η ατυχία και η τύχη του Ομρί Στάγιερ…»
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 13.10.2003