Η δυναμική στην Ε.Ε. μοιάζει να γέρνει κατά της Τουρκίας. Ας την συνυπολογίσουμε πριν αρχίσουμε τις πλειοδοσίες και τις κορώνες για μικροκομματικούς σκοπούς. Ας χαρτογραφήσουμε το Συμβούλιο Κορυφής και μετά ας μιλήσουμε.
Φυσικά είναι παραδοξότητα το αίτημα της Τουρκίας να αναγνωριστεί ως εταίρος μιας χώρας, την οποία η ίδια δεν αναγνωρίζει. Φυσικά αυτό αποτελεί το καλύτερο επιχείρημα της Κυπριακής Δημοκρατίας για να πιέσει την Τουρκία σε μια προ του 1974 λύση του Κυπριακού. Φυσικά όλοι οι εχέφρονες άνθρωποι -Ευρωπαίοι και Αμερικανοί- το καταλαβαίνουν. Ποιος όμως μπορεί στα σοβαρά να υποστηρίξει ότι η διπλωματία είναι τυπική λογική, όπου αν «α» ισούται με το «β» και το «β» ισούται με το «γ», τότε «α» ίσον «γ»;
Δυστυχώς η διπλωματία δεν είναι ακριβής επιστήμη. Ούτε έχει νομολογίες οι οποίες ορίζουν μελλοντικές αποφάσεις. Έχει συσχετισμούς δυνάμεων και μόνιμα συμφέροντα. Έχει σχεδιασμούς με παράλογα πολλές φορές αποτελέσματα. Αν η διπλωματία ήταν λογική δεν θα έπρεπε να υπάρχουν πόλεμοι στον κόσμο. Ο πόλεμος είναι παλαιόθεν η άρνηση της λογικής. Η «αποδοχή να σκοτώσεις και να σκοτωθείς δια ασήμαντους λόγους», όπως είπε και ο μεγάλος φιλόσοφος Μπέρναρντ Ράσελ.
Εδώ όμως που έφτασαν τα πράγματα με την άφρονη στάση του ευσυγκίνητου προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας (πριν και μετά το δημοψήφισμα) αυτή είναι η ευπρεπέστερη γραμμή άμυνας. Είναι άκρως λογικό το αίτημα -αποστομωτικό θα λέγαμε- και μπορεί κάποιοι από κείνους που έχουν βάρος στα διεθνή πράγματα να το ρίξουν υπέρ του δίκαιου αιτήματος των Κυπρίων.
Το ζήτημα όμως είναι ότι ενώ πλησιάζει η 17η Δεκεμβρίου όλα τα θέματα με την γείτονα είναι ανοιχτά. Και κατά πως δείχνει το πολυεπίπεδο παζάρι, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Είναι σοβαρή η πιθανότητα να μην πάρει ημερομηνία έναρξης των διαπραγματεύσεων η Τουρκία. Αν συμβεί αυτό το πρώτο ερώτημα που θα τεθεί είναι: με ποιανού υπαιτιότητα;
Οι παλληκαράδες του ΔΗΚΟ και του ΕΔΕΚ και κάποιων γραφικών Οικολόγων στη μεγαλόνησο (είναι δεν είναι όλοι μαζί το 25% των 400.000 ψηφοφόρων στην Κύπρο) υποστηρίζουν ότι η Κύπρος πρέπει να κάνει μια μεγάλη χάρη στην γερμανική Χριστιανοδημοκρατία και άλλες υπολογίσιμες δυνάμεις της Ευρώπης που βγάζουν σπυριά με την πιθανότητα της τουρκικής ένταξης. Ζυμώνονται και ζυμώνουν τον Κυπριακό λαό, ότι αυτοί πρέπει να είναι οι εκλεκτοί της Ιστορίας και της Ευρώπης που θα πουν το ιστορικό «όχι» -το δεύτερο στη σειρά, μετά από κείνο το δακρύβρεχτο του προέδρου Τάσσου. Θέλουν να γυρίζουμε προ του 1999, να βγάλουν τον ελληνισμό στη σέντρα για να βγάλει αυτός τα ευρωπαϊκά κάστανά από τη φωτιά.
Βεβαίως κάποιος κ. Περδίκης που εκπροσωπεί περί το 2% των 400.000 ψηφοφόρων Κυπρίων δήλωσε σιδεροκέφαλος και ότι αντέχει τόνους αμερικανικών κεραμιδιών, αλλά γιατί να μπει ο ίδιος στον κόπο; Υπάρχουν αυτή τη στιγμή περί τα 200 εκατομμύρια ευρωπαίοι που δεν θέλουν την Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μπορούν να κρεμαστούν από τις λογικές Κυπριακές αντιρρήσεις και να μπλοκάρουν την ημερομηνία ένταξης. Το ζήτημα είναι να πεισθούν. Προς τι η πλειοδοσία εθνικισμού; Για να γίνουν οι 8.000 ψηφοφόροι 10.000;
Αυτή τη στιγμή το Κυπριακό παραμένει ένα διαπραγματεύσιμο κουβάρι. Δυστυχώς εκκινούμε στη διεθνή σκηνή με χειρότερους όρους από την 23η Απριλίου, την προηγουμένη δηλαδή του δημοψηφίσματος. Σαφώς το βέτο είναι όπλο των μικρών, όπως είπε και ο γηραλέος αντίστοιχος του Ανδρέα Παπανδρέου στην Κύπρο κ. Βάσος Λυσσαρίδης. Αλλά πάλι και οι αυτόχειρες, όπλα δεν χρησιμοποιούν για να επιτύχουν το σκοπό τους; Η δυναμική στην Ε.Ε. μοιάζει να γέρνει κατά της Τουρκίας. Ας την συνυπολογίσουμε πριν αρχίσουμε τις πλειοδοσίες και τις κορώνες για μικροκομματικούς σκοπούς. Ας χαρτογραφήσουμε το Συμβούλιο Κορυφής και μετά ας μιλήσουμε. Με γνώμονα την σωφροσύνη και το εθνικό συμφέρον, αν και τα δύο ταυτίζονται, όπως έδειξε η πρόσφατη -και προ του δημοψηφίσματος- ιστορία της Κύπρου.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 9.12.2004