Οι τοπικές κοινωνίες πρέπει να αποφασίζουν για την εκμετάλλευση του πλούτου κάθε περιοχής. Θα έχουν το κόστος, αλλά θα πρέπει να έχουν και οφέλη…
Η αλήθεια είναι πως κανείς δεν θέλει λατομεία στην περιοχή του. Κάθε τοπική κοινωνία έχει έναν πολύ καλό λόγο για να αρνηθεί εξορύξεις δίπλα της. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι κάθε σπιθαμή της ελληνικής γης είναι «χώρος απείρου κάλλους», «έχει μοναδική οικολογική αξία», αφήστε δε το γεγονός ότι παντού «κάποιος τριτοξάδελφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου άφησε τα ίχνη του». Με αυτήν τη λογική η χώρα κανονικά θα έπρεπε όχι μόνο να μην εξορύσσει τίποτε, αλλά να κάνει και εισαγωγές αδρανών υλικών.
Η εμπειρία δείχνει ότι ο κίνδυνος της «συμφεροντολογικής οικολογίας» είναι υπαρκτός. Ετσι, κοντά στον βασιλικό π.χ. της Μήλου μπορεί να ποτιστούν και όλες οι γλάστρες της επικράτειας: να μη δημιουργηθούν, δηλαδή, πουθενά ορυχεία, άσχετα αν οι ζημιές που θα δημιουργηθούν σε κάποιες περιοχές θα είναι μικρότερες του οφέλους στην εθνική οικονομία.
Το πρόβλημα αυτό μπορεί να ξεπεραστεί μόνο αν οι αποφάσεις για τη δημιουργία ή μη ορυχείων αποκεντρωθούν στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, με ταυτόχρονη αποκέντρωση του μέρους του οικονομικού οφέλους από τη λατόμηση. Με άλλα λόγια, οι τοπικές κοινωνίες θα πρέπει να αποφασίζουν αν, μαζί το αναγκαστικό κόστος από τη λειτουργία κάποιου λατομείου, θέλουν και το αντίστοιχο οικονομικό όφελος που θα προκύπτει.
Αν δηλαδή μια εταιρεία εξόρυξης ανακαλύψει οικονομικά προσοδοφόρα κοιτάσματα σε κάποιο νομό της χώρας, θα πρέπει να διαπραγματευτεί με τις εκλεγμένες νομαρχιακές διοικήσεις (οι οποίες εκ των πραγμάτων θα αναγκαστούν να διαβουλευτούν με τους πολίτες των) το τίμημα της εξόρυξης. Εκ των πραγμάτων, οι τοπικές κοινωνίες ξέρουν καλύτερα, αλλά κυρίως: αφού υφίστανται το κόστος πρέπει να καρπωθούν και τα οφέλη. Το υπουργείο Ανάπτυξης, το ΙΓΜΕ και άλλοι κρατικοί μηχανισμοί μπορούν να γνωμοδοτούν, αλλά οι αποφάσεις πρέπει αν ανήκουν στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Το προσχέδιο νόμου που αποκάλυψε την Κυριακή η «Καθημερινή» προβλέπει ακριβώς το αντίθετο: οι τοπικές αρχές γνωμοδοτούν και η κεντρική κυβέρνηση αποφασίζει. Εκείνοι των οποίων τα συμφέροντα πλήττονται έχουν το δικαίωμα απλώς να πουν τη… γνώμη τους.
Πολλοί ακούγοντας τον όρο «Τοπική Αυτοδιοίκηση» σκέφτονται αυτομάτως την αποκέντρωση της διαφθοράς. Μπορεί, δηλαδή, μεγάλα συμφέροντα να χρηματίσουν ολόκληρα νομαρχιακά συμβούλια για να επιτύχουν άδειες λατόμησης. Ο κίνδυνος είναι πραγματικός, αλλά: 1) Δεν είναι μικρότερος από τον κίνδυνο διαφθοράς των υπηρεσιών της κεντρικής κυβέρνησης. 2) Η διαφθορά στις τοπικές κοινωνίες είναι πολύ πιο ορατή, από τη διαφθορά στο κέντρο. Η άδεια ίδρυσης ενός λατομείου σε κάποιον νομό έχει ονοματεπώνυμο, σε αντίθεση με τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς της Αθήνας όπου… «τρέχα γύρευε ποιος μπορεί να λαδώθηκε». 3) Το πολιτικό και οικονομικό κόστος ή όφελος για την ίδρυση ή όχι ενός λατομείου παραμένει εντός της τοπικής κοινωνίας. Κανείς δεν μπορεί να διαμαρτυρηθεί για μια απόφαση (έστω κι αν αυτή είναι προϊόν διαφθοράς) στην κεντρική κυβέρνηση. 4) Τα υπουργεία ξεφορτώνονται δραστηριότητες για να ασχοληθούν με στρατηγικές ανάπτυξης της χώρας, αντί να μαλώνουν με τοπικές κοινωνίες για το αν η α’ ζώνη είναι λατόμησης ή όχι.
Με εξαίρεση κάποιες περιοχές αρχαιολογικού και οικολογικού ενδιαφέροντος, που ορίζονται εθνικά, οι τοπικές κοινωνίες πρέπει να διαφεντέψουν τον πλούτο τους. Να αποφασίσουν οι ίδιες, με ελεύθερες διαπραγματεύσεις, την πορεία ανάπτυξής των. Σίγουρα θα το καταφέρουν καλύτερα από τους γραφειοκράτες των Αθηνών, αλλά ακόμη κι αν κάνουν λάθη, αυτά θα είναι δικά τους. Θα υποστούν το κόστος, αλλά πρώτα θα πρέπει να καρπώνονται και τα οφέλη των αποφάσεών τους…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 3.8.2006